του Ηλία Καραβόλια
Ένας οπαδός του Hayek, του Von Mizes και του Friedman, με σχετικά λίγα δεδομένα και με πειστικά επιχειρήματα θα μπορούσε να αποδείξει ότι επί τέσσερις δεκαετίες τώρα,το ελεύθερο εμπόριο και οι αυτορυθμιζόμενες αγορές έδρασαν σχετικά αποτελεσματικά : ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο, αυξήθηκε ο συνολικά παραγόμενος πλούτος, αναπτύχθηκαν κοινωνίες που ήταν περιφερειακές (με την καπιταλιστική έννοια).
Σύγχρονοι μελετητές της πολιτικής οικονομίας και της ανάλυσης ιστορικών δεδομένων (Milanovic, De Long, Stieglitz, Krugman, Piketty, Streek, κ.α), νεοκευνσιανοί κυρίως, αποδεικνύουν εξίσου πειστικά ότι οι ανισότητες και οι αποκλίσεις μεταξύ ατόμων και οικονομιών αυξήθηκαν κατά την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Είναι δεδομένο ότι δεν ευθύνεται για όλα τα δεινά της σημερινής εμφανούς κατάστασης ανισορροπίας και ανισοτήτων μόνο ο νεο-φιλελευθερισμός: πατερναλιστικές πολιτικές ασφυκτικού κρατισμού, χρεών και ελλειμμάτων, είχαν εξ ίσου αρνητικά αποτελέσματα( βλ. κρίσεις σε Ελλάδα, Ιταλία, Αργεντινή, Ισπανία)
Αλλά είναι επίσης σαφές ότι με την υπερ-φιλελυθεροποίηση των αγορών και την ασύδοτη δράση μιας ολιγαρχίας πλούτου τραπεζιτών και κερδοσκόπων διεθνώς, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα πέρασε σε ένα αμιγώς μονεταριστικό μοντέλο λειτουργίας. Με τις κεντρικές τράπεζες εδώ και πολλά χρόνια να γίνονται οι «νομισματικοί καθοδηγητές» εισοδημάτων και περιουσιών: πολιτικές μηδενικών επιτοκίων και απεριόριστης τροφοδοσίας των χρηματιστηρίων και όχι της παραγωγής, με νέο χρήμα, στρέβλωσαν την μακροοικονομική συσχέτιση κεφαλαίου-κερδών-εισοδημάτων (βλ.Piketty).
Υφίσταται μια «δομική ανισορροπία» στην μηχανική των αγορών. Και δυστυχώς αυτή προκαλεί μια τεχνητή ανισοκατανομή πλούτου η οποία πηγάζει από την προνομιακή πρόσβαση ισχυρών agents για μόχλευση εικονικού χρήματος : πλασματικού κεφαλαίου, κοινώς.
Η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίστηκε ριζικά από την στιγμή που οι φθηνές πιστώσεις του δολαρίου και το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα μιας φαντασιακής ανολοκλήρωτης σύγκλισης οικονομιών, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, απευθύνονταν τόσο σε όνειρα μικροεισοδηματιών και εργαζομένων, όσο και στα χαρτοφυλάκια ισχυρών χρηματιστών και κερδοσκόπων. Αυτή η ταυτόχρονη ροή του φθηνού χρήματος «εξαφάνιζε» φαινομενικά κατά καιρούς τις ταξικές διαφορές. Το κεφάλαιο έγινε «επικοινωνιακό» και μέσα από την δικτύωση και το πιστωτικό σύστημα τροφοδοτούσε, με υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, την αέναη ζήτηση υπηρεσιών και εμπορευμάτων. Η κατανάλωση έγινε (μεταφορικά ) «συντελεστής παραγωγής».
Οι θεωρητικές προσεγγίσεις περί αυτορύθμισης αγορών για κοινωνική αποτελεσματικότητα, σε ευκαιρίες, μισθούς και εισοδήματα, αποδείχτηκαν με την κρίση του 2008 το ίδιο ουτοπικές με τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις περί ισότητας ευκαιριών. Όμως, ακόμη και οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές της σχολής του Chicago παραδέχονται σήμερα ότι το Effiicient Market Hypothesis δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα. Και ως όψιμοι «μετακευνσιανοί» συνηγορούν τώρα στο ότι απαιτείται μια κάποιου είδους ρύθμιση με παρέμβαση του κράτους.
Η εναλλακτική οικονομική πολιτική, το «βέλτιστο μίγμα παρέμβασης» σήμερα, προϋποθέτει για τις ηγεσίες και τις κοινωνίες μια απώθηση του φόβου : δηλαδή να πάψουμε να φοβόμαστε ότι μόλις περιορίσουμε την ασύδοτη δράση του «παρασιτικού» κεφαλαίου αυτό θα σημαίνει περιορισμούς στην παραγωγή πλούτου και στην άνοδο των εισοδημάτων. Ούτε θα σημαίνει οτι περιορίζουμε την ιδέα της Έλευθεριας και της Επιλογής, την ιδιωτική πρωτοβουλία δηλαδή. Χρειάζεται απλά να βάζουμε σωστά όρια ρύθμισης και παρέμβασης με συνεχή ανάλυση κόστους/οφέλους για βέλτιστα επίπεδα στις δημόσιες επενδύσεις που δεν θα εκτοπίζουν, αλλά θα κινητοποιούν ιδιωτικά κεφαλαία.
Κανείς σύγχρονος σοσιαλφιλελεύθερος ή νεοκευνσιανός θεωρητικός πιστεύει ότι πρέπει να γιγαντώνουμε το ήδη υπερτροφικό κράτος. Ούτε είναι λάτρης ολοκληρωτικών «κεντρικών σχεδιασμών» στις φιλελεύθερες οικονομίες.
Αυτά είναι που δεν μπορούν να καταλάβουν ίσως κάποιοι φανατικοί των νεκρών ιδεολογιών : απαιτείται πλέον μια εναλλακτική οικονομική πολιτική ώστε να αναχαιτιστεί η αναρχοκαπιταλιστική «οικονομία της πλατφόρμας». Χωρίς παλινδρομήσεις στο παλιό βιομηχανικό- τραπεζικό καθεστώς ανισομερούς ανάπτυξης, αλλά με καινοτομικά τεχνολογικά πρότυπα βιώσιμης ανάπτυξης. Με ελεγχόμενο το κόστος μετάβασης στην πράσινη οικονομία.
Πρέπει να αυξηθεί η κυκλοφορία του παραγωγικού και όχι του πλασματικού κεφαλαίου. Η εργασία πρέπει να αναδιαρθρωθεί υπέρ της καινοτομικής παραγωγής χωρίς φαντασιώσεις για «έθνη γεμάτα start up». Γιατί οι θέσεις απασχόλησης παγκοσμίως στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της ψηφιακής οικονομίας, μπορεί μεν να αυξήθηκαν κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια αλλά δεν σημειώθηκε η ανάλογη αύξηση της απασχόλησης που έπρεπε ορθολογικά να ακολουθεί στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή.
Κοινώς, πολλοί μπροστά στις οθόνες, τηλεργαζόμενοι στην αλυσίδα του αλγοριθμικού ταιηλορισμού, διαχειριστές και παραγωγοί προγραμμάτων τεχνολογικής χρηματοοικονομικής (fintech),όσο θα συνεχίζουν να αυξάνονται χωρίς ταυτόχρονη αύξηση πρωτογενούς και εργοστασιακής απασχόλησης, τόσο θα αυξάνεται η μακροοικονομική ανισορροπία παραγωγής και εισοδημάτων. Όσο το κεφάλαιο από την απίστευτη ρευστότητα των τεχνολογικών ολιγοπωλίων και από τις χρηματιστηριακές αγορές δεν καταλήγει σε μακροχρόνιες παραγωγικές επενδύσεις, τόσο η αυτοματοποίηση και η σημειωτική παραγωγή θα απειλούν την απασχόληση αφού θα εξορύσσεται και δεν θα παράγεται αξία (βλ. Μazzucato, Berardi, Lowey).
Αναγκαστικά λοιπόν οι κεφαλαιαγορές και τα ιδιωτικά κολοσσιαία κεφάλαια πρέπει να εποπτευθούν και να φορολογηθούν: να πάψουν να είναι μαύρα κουτιά βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπίας και χάρτινου πλούτου. Η περίφημη αντιστάθμιση κινδύνου με τις αγορές παραγώγων πρέπει να μπει σε όρια και πλαίσιο ορθολογικής λειτουργίας. Η ασύμμετρη πληροφόρηση (Stieglitz) ζει και βασιλεύει παράγοντας υπερκέρδη για λίγους.
Η Μετακευνσιανή θεωρία του ελεγχόμενου κρατικού παρεμβατισμού, της σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα σε καινοτομίες και ταυτόχρονα σε έργα υποδομών, η γενναία αναδιάρθωση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, σε συνδυασμό με στοχευμένη νομισματική πολιτική και παραγωγικές πιστώσεις του τραπεζικού τομέα σε ευρύ φάσμα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι οδοδείκτης για ισόρροπη ανάπτυξη. Με ελεγχόμενο πάντα-επαναλαμβάνω - το κόστος μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για πράσινη οικονομία. Γιατί πριν από αυτήν χρειαζόμαστε δίκαιη και αποτελεσματική για τους πολλούς κοινωνική οικονομία της αγοράς…