του Γεωργίου Καλαμωτουσάκη*
Τον όρο “Oest realpolitik” (Ανατολική ρεαλιστική πολιτική) εισήγαγε στην Γερμανική οικονομοπολιτική διπλωματία ο Βίλλυ Μπραντ, τέταρτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, 1969-1974. Η realpolitik στόχευσε στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας, της Σοβιετικής Ενώσεως και ιδιαίτερα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ανατολικής Γερμανίας). Αναφέρομαι στην εφαρμογή αυτού του δόγματος για την αντιμετώπιση των οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων της Γερμανίας (Δυτικής τε και Ανατολικής) διαχρονικά, από την εποχή που η Αικατερίνη η Μεγάλη, που ήταν Γερμανίδα, προσάρτησε πρώτη την Κριμαία στην Τσαρική Ρωσία, το 1783.
Με βάση την παραπάνω θεώρηση τεκμαίρεται ότι ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream II, ο οποίος έχει μήκος 1,230 χιλιόμετρα και διασχίζει τη Βαλτική, θα προμηθεύει με ρωσικό φυσικό αέριο τη Γερμανία, και μέσω αυτής την Ευρώπη, καλύπτοντας το 1/3 των ευρωπαϊκών αναγκών σε φυσικό αέριο. Ο αγωγός Nord Stream II είναι ιδιοκτησίας της Gazprom AΕ, με πρόεδρο της Επιτροπής των Μετόχων τον πρώην Καγκελάριο της Γερμανίας Gerhard Schroder. Σημειούται ότι ενώ ο αγωγός Nord Stream II έχει ποντισθεί σε υποθαλάσσια διαδρομή διεθνών υδάτων και καλύπτει την ίδια διαδρομή του Nord Stream I, παρακάμπτει την Ουκρανία και τις πρώην Σοβιετοκρατούμενες χώρες.
Από την ανάλυση που ακολουθεί προκύπτει ότι με κάποια καθυστέρηση, ο αγωγός Nord Stream II, που έχει αποπερατωθεί και αναμένεται η σύνδεσή του με την Γερμανία, θα λειτουργήσει αποτελεσματικά παρά την εκτεταμένη όξυνση των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Προφανώς η διεθνής θαλάσσια διαδρομή του αγωγού προσφέρει στη Ρωσία σημαντικό βαθμό απεξάρτησης από την σημερινή Ουκρανία, εξουδετερώνοντας τυχόν «εκβιασμούς» στις τιμολογιακές διαπραγματεύσεις των διοδίων για την απρόσκοπτη ροή του φυσικού αερίου κατά μήκος του Ουκρανικού εδάφους. Σημαντικός παράγοντας στην εξίσωση των τιμολογιακών διαπραγματεύσεων των διοδίων του αγωγού Nord Stream I είναι και η εν δυνάμει μείωση των συναλλαγματικών εσόδων της Ουκρανίας, εφ’ όσον η Ρωσία θα έχει την επιλογή μεταφοράς μέρους της ροής φυσικού αερίου στον αγωγό Nord Stream II.
Την ιστορική διαδρομή του δόγματος της “realpolitik” στον τομέα της ενέργειας, εφήρμοσε η Δυτική Γερμανία και για την κατασκευή του πρώτου αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream I, που διέσχισε τη Σοβιετική Ένωση από τα Ουράλια μέχρι τα Δυτικά σύνορα της χώρας την δεκαετία του 1980. Στη συνέχεια ο αγωγός επεκτάθηκε στις Σοβιετοκρατούμενες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες (Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Λιθουανία, Εσθονία). Έτσι οι τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου των Ουραλίων Ορέων, έφτασαν στα ανατολικά σύνορα της Δυτικής Γερμανίας για να ικανοποιηθούν οι εκτεταμένες ενεργειακές ανάγκες της ταχύτατα αναπτυσσόμενης Δυτικογερμανικής εξωστρεφούς βιομηχανίας.
Η ανακοίνωση της μελέτης κατασκευής του πρώτου Ρωσο-Γερμανικού αγωγού φυσικού αερίου “Nord Stram I” δημοσιοποιήθηκε ανεπισήμως κατά την διάρκεια των “παγετώνων” του Ψυχρού Πολέμου, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Σημειώνω ότι οι επίσημες εκτιμήσεις των Δυτικών μυστικών υπηρεσιών (“intelligence services”), συμπεριλαμβανομένων αυτών των ΗΠΑ, ήταν ότι η κατασκευή του αγωγού ήταν ανέφικτη λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων εκ μέρους της Σοβιετικής Ενώσεως για την χρηματοδότηση ενός έργου με τόσο μεγάλο οικονομικό κόστος. Βέβαια, στις δεκαετίες 1970-1980 οι υφιστάμενες πηγές ενέργειας δεν αρκούσαν για να καλυφθούν οι αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες της Δυτικής Γερμανίας. Πρόσθετα, η πυρηνική ενέργεια είχε γίνει σχετικά ανεπιθύμητη μετά και το επεισόδιο της πυρηνικής εκρήξεως στο Chernobil, στη Σοβιετική Ουκρανία.
Εν μέσω «Ψυχρού Πολέμου», η τότε Δυτική Γερμανία, διαπραγματεύτηκε, δια της διπλωματικής οδού, με την Μόσχα μια μακροχρόνια σύμβαση προσφοράς φυσικού αερίου, εικοσιπενταετούς διάρκειας, με συμπεφωνημένη σταθερή τιμή ανά κυβικό μέτρο φυσικού αερίου. Η συμφωνία προέβλεπε την χρηματοδότηση από την Δυτική Γερμανία του κόστους του αγωγού από τα Ουράλια Όρη μέχρι τα δυτικά σύνορα της Σοβιετικής Ενώσεως. Παράλληλα η Κυβέρνηση της Μόσχας διαπραγματεύτηκε, (επέβαλλε?) στις Σοβιετοκρατούμενες Ανατολικές Ευρωπαϊκές χώρες (Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία) να χρηματοδοτήσουν αναλογικά οι ίδιες το κόστος κατασκευής του αγωγού από τα Ανατολικά σύνορα της κάθε χώρας έως τα Δυτικά της σύνορα, αποκτώντας έτσι δυνατότητα χρήσεως φυσικού αερίου για τις δικές τους ενεργειακές ανάγκες. Με τον τρόπο αυτό το κόστος κατασκευής του Nord Stream I καλύφθηκε σχεδόν πλήρως από τρίτες χώρες και κυρίως από τη Δυτική Γερμανία.
Είναι σημαντικό ότι το φυσικό αέριο της Σοβιετικής Ενώσεως στήριξε την ακμάζουσα βιομηχανία της Δυτικής Γερμανίας, χωρίς καμία αντίδραση από τις ΗΠΑ ή τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ. Βέβαια η Σοβιετική Ένωση συμψήφισε την αποπληρωμή του μέρους της χρηματοδοτήσεως του αγωγού που αναλογούσε στην Δυτική Γερμανία με την παροχή συγκεκριμένου όγκου φυσικού αερίου ετησίως μέχρι το 2005.
Η Αναγκαιότητα του Nord Stream II
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως το 1989, επήλθε η συνένωση των δύο Γερμανιών. Η Δυτική Γερμανία απορρόφησε το κόστος της εξομοιώσεως της ισοτιμίας του ανατολικογερμανικού μάρκου με το μάρκο της Δυτικής Γερμανίας, ένα κόστος που ξεπέρασε τα 100 δισεκατομμύρια DM Δυτικής Γερμανίας. Η συνένωση των δύο Γερμανιών και η υιοθέτηση του DM ως ενιαίου νομίσματος αποτέλεσαν τους προωθητικούς αναπτυξιακούς παράγοντες στην επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής και βιομηχανικής παραγωγής με εξωστρεφή προσδιορισμό, καθώς και την επίτευξη για δεύτερη φορά του «γερμανικού οικονομικού θαύματος».
Παράλληλα α) η υποστολή και τελικά κατάργηση, των πυρηνικών αντιδραστήρων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, β)η πολιτική της μετάβασης μεσοπρόθεσμα στην καθαρή ενέργεια και γ)η κατάργηση της χρήσεως λιγνίτη και άνθρακα στην παραγωγή ενέργειας, δημιούργησαν στην Γερμανία αυξημένες και πάλι ανάγκες εισαγωγής τεράστιων ποσοτήτων φυσικού αερίου. Δεδομένου δε, ότι οι τυχόν εκτεταμένες ελλείψεις ενέργειας φυσικού αερίου θα είχαν δυσμενέστατες επιπτώσεις στη βιομηχανική παραγωγή και στις βιομηχανικές εξαγωγές της Γερμανίας, οι πολιτικές ή και οικονομικές πιέσεις των σκληρών κυρώσεων εκ μέρους των ΗΠΑ δεν θα είναι αποτελεσματικές για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση της Γερμανίας να αναστείλει, ή ακόμη χειρότερα να εγκαταλείψει την τελική λειτουργία του Nord Stream II.
Σημειώνω, ότι οι τεράστιες ποσότητες προσφοράς φυσικού αερίου μακροπρόθεσμα έχουν επίσης ευμενείς επιπτώσεις στην διαμόρφωση της τιμής του φυσικού αερίου, ενώ παράλληλα βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα των Γερμανικών βιομηχανικών εξαγωγών. Η σημερινή έλλειψη φυσικού αερίου τιμωρεί τόσο την Ευρώπη, όσο και την Ιαπωνία και φυσικά την Κίνα. Επίσης επιφέρει ανυπολόγιστες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες σε όλες τις χώρες εκτός ΗΠΑ. Η υπερεπάρκεια παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου και πετρελαίου έχουν κάνει τις ΗΠΑ αυτάρκεις, ενώ συνάμα δημιούργησαν μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες.
Το υφιστάμενο καθεστώς των αγορών ενέργειας, έχει οδηγήσει στον δεκαπλασιασμό της τιμής του φυσικού αερίου, στην μείωση προσφοράς φυσικού αερίου και στην αυξανόμενη τάση της ζητήσεως, σε συνδυασμό με τον δεκαπλασιασμό των ναύλων στις διεθνείς μεταφορές. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρώπη, η Ιαπωνία και η Κίνα επιδοτούν τη Ρωσία και τους άλλους παρόχους φυσικού αερίου και πετρελαίου (ΗΠΑ, Νορβηγία, Κατάρ, Αίγυπτος). Η επιδότηση αυτή αντιστοιχεί σε μεταφορά πλούτου από τις χώρες εισαγωγής ενέργειας στους παρόχους φυσικού αερίου και πετρελαίου, και ανέρχεται στο ποσό του ενός τρισεκατομμυρίου Ευρώ μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Καθηγητού Γιάννη Μανιάτη (Καθημερινή της Κυριακής 23/1/22).
Συνεπώς η μεταφορά πλούτου από τις χώρες εισαγωγής φυσικού αερίου και πετρελαίου προς τη Ρωσία, αντισταθμίζει τη μείωση των εσόδων που τυχόν χάνει η ρωσική πλευρά από την επιβολή των οικονομικών περιορισμών και κυρώσεων που έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, η τυχόν μείωση της προσφοράς φυσικού αερίου θα αυξήσει ακόμα περισσότερο το ενεργειακό κόστος παραγωγής κατά μονάδα προϊόντος, θα μειώσει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανικής παραγωγής κάθε εξαρτώμενης από ενέργεια χώρας και θα αυξήσει την μεταφορά πλούτου προς την Ρωσία.
Δεδομένης της υφέρπουσας κρίσιμης καταστάσεως στα Ρωσο-Ουκρανικά σύνορα, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η Ρωσία είναι ακόμα ευάλωτη σε πρόσθετες κυρώσεις οικονομικών περιορισμών. Η κρατούσα άποψη είναι ότι οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Κυβέρνηση του Προέδρου Obama, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014, δεν οδήγησαν σε σημαντική κάμψη τη Ρωσική οικονομία. Προφανώς, τα μετρήσιμα αποτελέσματα της επιβολής των κυρώσεων μέχρι σήμερα είναι μάλλον απογοητευτικά.
Οι υπάρχουσες μετρήσιμες ενδείξεις είναι ότι η Ρωσία έκτοτε ισχυροποίησε την νομισματική και συναλλαγματική ευρωστία της χώρας, ανεβάζοντας τα διεθνή συναλλαγματικά διαθέσιμα μαζί με το «Επενδυτικό Πρόγραμμα Πρόνοιας» της χώρας στο μη ευκαταφρόνητο ποσό των 650 δισεκατομμυρίων Δολλαρίων ΗΠΑ, εκ των οποίων το 85% είναι σε ευρώ, χρυσό, renminbi Κίνας και μόνο 15% είναι σε Δολλάρια ΗΠΑ.
Η πρόσφατη υπογραφή μακροχρόνιας συμβάσεως τριακονταετούς διάρκειας με την Κίνα, αξίας 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι ένα ακόμα βήμα της «αποδολλαριοποιήσεως» (de-dollarization) της Ρωσικής οικονομίας στην προσπάθεια μείωσης της δυνατότητας των ΗΠΑ να «στραγγαλίσουν» την Ρωσική οικονομία. Παράλληλα η Ρωσία έχει επιτύχει να αναδιατάξει την γεωργική της βιομηχανία, προσδίδοντας χαρακτηριστικά εσωστρέφειας, ενώ οι εμπορικές συναλλαγές της Ρωσίας εστράφησαν προς την αχανή αγορά της Κίνας.
Καθώς οι συναλλαγές με χώρες Δυτικού προσανατολισμού μειώθηκαν σημαντικά, οι πρόσφατες δυναμικές εξελίξεις στις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ-Ε.Ε. οδηγούν σε αναδιάταξη όλων των στρατηγικών και οικονομικών σχέσεων. Η τυχόν μετατροπή της υφιστάμενης Ρωσο-Ουκρανικής κρίσεως σε «θερμό επεισόδιο», δηλαδή εισβολής Ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, θα οδηγήσει στην επιβολή σκληρότατων οικονομικών κυρώσεων κυρίως από τις ΗΠΑ. Μεταξύ των σκληρών μέτρων είναι η αποβολή της Ρωσίας από το SWIFT, Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunications (Κοινωνία Διεθνών Διατραπεζικών Χρηματοπιστωτικών Τηλεπικοινωνιών). Είναι μία ανώνυμος εταιρεία με έδρα το Βέλγιο και ιδιοκτησίας ΗΠΑ. Το σύστημα SWIFT συνδέει 11,000 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στη μεταβίβαση χρηματικών εντολών διεθνώς. Στην πραγματικότητα το SWIFT δεν διενεργεί μεταβιβάσεις χρημάτων, αλλά ειδοποιεί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τις επικείμενες συναλλαγές.
Αναμφίβολα η αποβολή της Ρωσίας από το σύστημα SWIFT θα επιφέρει βαρύτατο πλήγμα στην Ρωσική οικονομία, που όμως θα είναι διαχειρίσιμο και δεν θα οδηγήσει σε καθολική οικονομική κρίση (Depression). Αναπόφευκτα, η Ρωσία θα αντιδράσει (retaliate) με σημαντική μείωση στη ροή φυσικού αερίου και στην αναστολή εξαγώγιμων πρώτων υλών (χαλκός, αλουμίνιο, άλλες κρίσιμες πρώτες ύλες) από τις οποίες εξαρτώνται οι βιομηχανίες της Ευρώπης. Οι καταστροφικές επιπτώσεις που θα προκύψουν τόσο στη Ρωσία όσο και στο σύνολο των χωρών της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ βεβαίως, θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια σε εκτεταμένη διαταραχή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού συστήματος και κρίση στα Διεθνή Χρηματιστήρια. Στην χειρότερη περίπτωση θα οδηγηθεί η παγκόσμιος οικονομία σε βαθειά οικονομική κρίση και ίσως και σε κρίση θεσμών.
Βέβαια η έλλειψη προγνωστικών ως προς τις πραγματικές εξελίξεις, δεν καθιστούν την ως άνω ανάλυση υπερβολική. Φρονώ ότι το μέτρο της αποβολής της Ρωσίας δεν θα χρησιμοποιηθεί για καθαρά λόγους αυτοπροστασίας. Βέβαια τούτο δεν μπορεί να αποκλειστεί ως το τελικό όπλο “weapon of last resort”.
Με την παραδοχή ότι αποκλείεται εξ ορισμού η χρήση του υφιστάμενου τεράστιου ατομικού οπλοστάσιου, εκατέρωθεν των αντιμαχομένων χωρών, η επιβολή των σκληρών τιμωρητικών χρηματοοικονομικών κυρώσεων δεν θα επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την αποτροπή της Ρωσίας από τυχόν εισβολή στην Ουκρανία. Ένας πρόσθετος λόγος της δυσκολίας επιβολής σκληρών τιμωρητικών κυρώσεων στη Ρωσία είναι και η σχετική ασυνεννοησία μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. Ήδη διαπιστώνονται διαφορετικές απόψεις τόσο από τον Πρόεδρο Μακρόν όσο και από τον Καγκελάριο Σολτς και τον Πρωθυπουργό Ντράγκι. Τούτο προκύπτει και από τις διαφοροποιημένες δηλώσεις του Καγκελαρίου Σολτς σχετικά με τη σύνδεση του Nord Stream II, κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Binden στη Washington, καθώς και από τις δηλώσεις του Προέδρου Μακρόν για εντονότερες διπλωματικές διαπραγματεύσεις μετά την συνάντησή του με τον Πρόεδρο Putin στη Μόσχα. Και αυτό βέβαια είναι λογικό. Γιατί στο τέλος της ημέρας οι χώρες της Ε.Ε. θα είναι μεταξύ των «μεγάλων χαμένων» όταν ή «ατομική σκόνη» επικαθίσει επί της Ευρωπαϊκής επικράτειας.
Όσο για την Ρωσία, το παράδοξο είναι ότι η επιβολή τιμωρητικών οικονομικών κυρώσεων καταλήγει στο να κερδίζει η Ρωσία “κορώνα ή γράμματα”. Put that another way “imposing financial and/ or economic sanctions on Russia” will ultimately make these policies against Russia counterproductive. Δηλαδή, στο τέλος της ημέρας η Γερμανία θα συνδεθεί με τον αγωγό Nord Stream II και συγχρόνως η Ρωσία θα αποκομίσει μεγαλύτερα συναλλαγματικά διαθέσιμα από τη μεταβίβαση προσθέτου πλούτου από τις χώρες εισαγωγής φυσικού αερίου.
*τέως καθηγητής του Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης και τέως Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας American Express