του Μιχάλη Γκλεζάκου*
O Covid-19 μας θύμισε με οδυνηρό τρόπο ότι η ζωή είναι απρόβλεπτη. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την οικονομία, στην οποία προκάλεσε απώλειες μεγαλύτερες από εκείνες του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου (πηγή: ΟΗΕ). Στις άμεσες απώλειες περιλαμβάνονται 500 εκατομμύρια θέσεων εργασίας και $12 τρισ. Αν προστεθεί το κόστος από τις μακροπρόθεσμες συνέπειες λόγω της υποβάθμισης της υγείας, της διαταραχής της εφοδιαστικής αλυσίδας, της υπερχρέωσης κ.λπ., τότε η ζημία λαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις.
Όλα όμως δείχνουν ότι τα δύσκολα πέρασαν, παρά το γεγονός ότι ο Covid-19 είναι ακόμη κραταιός και ιδιαίτερα επικίνδυνος. Η παγκόσμια οικονομία έχει ήδη εισέλθει σε φάση μεγάλης ανάπτυξης αλλά και μεγάλων προβλημάτων και αναμένεται να συνεχίσει τη μακροπρόθεσμη πορεία της, με θετικό μεν βήμα αλλά και με μεγάλη μεταβλητότητα.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού
Παρά τις συμφορές που έφερε, η πανδημία είχε και τα καλά της, ιδιαίτερα για την ΕΕ την οποία «έσπρωξε» να κάνει κάποια σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συγκεκριμένα, έγινε πραγματικότητα η πολυπόθητη αμοιβαιοποίηση του χρέους (στο πλαίσιο χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης), κάτι που είχε σχεδόν αποκλειστεί ως προοπτική. Επίσης, για να αντιμετωπίσει την πανδημία, η ΕΕ υπερέβη τον συντηρητικό εαυτό της αναστέλλοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας και αφήνοντας στην ουσία ανοιχτά τα όρια του κρατικού δανεισμού, των δημόσιων ελλειμμάτων κ.λπ. Ακόμα, το υγειονομικό κομμάτι της πανδημίας αντιμετωπίστηκε με ενιαίο τρόπο για όλες τις χώρες- μέλη μέσα σε πνεύμα αλληλεγγύης. Οι ευρωπαϊκές χώρες ξεκίνησαν με δεδομένη τη δυνατότητα εμβολιασμού των πολιτών τους, την ίδια ώρα που πολλές άλλες χώρες αγωνίζονταν απεγνωσμένα να εξασφαλίσουν εμβόλια και πόρους.
Πέρα όμως από τις παραπάνω σημαντικές αλλαγές στον ευρωπαϊκό χώρο, η πανδημία προκάλεσε αξιοπρόσεκτες εξελίξεις και σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρώτα απ’ όλα, έδειξε με εμφατικό τρόπο πόσο αναγκαία είναι η άσκηση ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής σε κάθε χώρα για την ενίσχυση των ευάλωτων επιχειρήσεων και νοικοκυριών για την προστασία της απασχόλησης κ.λπ. Έτσι, ανάγκασε τις επιμέρους χώρες να απλώσουν ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας, δαπανώντας τεράστια ποσά ($20 τρισ., σύμφωνα με το ΔΝΤ) και με τρέποντας τους προϋπολογισμούς τους σε de facto «εργαλεία αναδιανομής των διαθέσιμων πόρων. Επιπλέον, η λειτουργία του Covid-19 ως απειλής που διαπερνά για τα στρώματα της κοινωνίας ενίσχυσε την κοινωνική ευαισθησία. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ ορισμένα κονδύλια του προϋπολογισμού αποβλέπουν στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, με στόχο τον περιορισμό της φτώχειας κατά 30%. Τέλος, εκτιμάται ότι η διάχυση των πόρων από τα πακέτα έκτακτων ενισχύσεων της ΕΕ και των ΗΠΑ θα προσθέσει περίπου $5 τρισ. στο παγκόσμιο εισόδημα κατά τα επόμενα πέντε χρόνια.
Μια ανάπτυξη αλλιώτικη από τις άλλες
Η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, που αναμένεται να φτάσει το 6% το 2021 και το 5% το 2022, ξεκίνησε με «προσάναμμα» την κατανάλωση, η οποία διογκώνεται διαρκώς, ακολουθώντας τη σταδιακή άμβλυνση των περιορισμών και το άνοιγμα τομέων της οικονομίας που υπολειτούργησαν μέχρι σήμερα (π.χ. εστίαση, μεταφορές, τουρισμός κ.λπ.). Οι καταναλωτές βρίσκουν τώρα την ευκαιρία να καλύψουν τις συμπιεσμένες ανάγκες τους, προκαλώντας απότομη αύξηση της ζήτησης. «Λεφτά υπάρχουν», παρά τις μεγάλες περσινές απώλειες (μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 6%), γιατί οι κρατικές ενισχύσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ήταν πρωτόγνωρες (κοντά στα $20 τρισ.). Επίσης, η δυνατότητα δανεισμού με χαμηλά επιτόκια και η αναγκαστική αποταμίευση κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων Iockdown αύξησαν σημαντικά τη ρευστότητα των καταναλωτών.
Βέβαια, για να υπάρξει ανάλογη συνέχεια, θα πρέπει να γίνουν σημαντικές επενδύσεις τόσο στους παραδοσιακούς κλάδους, όσο και στην πράσινη και την ψηφιακή οικονομία. Όμως αυτή η προϋπόθεση υπάρχει, όπως δείχνουν τα προγράμματα της ΕΕ και των ΗΠΑ (θα διαθέσουν τουλάχιστον $6 τρισ. προς αυτή την κατεύθυνση μέχρι το 2027), αλλά και των υπόλοιπων ισχυρών οικονομιών. Έτσι, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, υπολογίζοντας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και για την περίοδο 2023-2027 (1 ως 2%). Παρ’ όλα αυτά, είναι εύκολο να ανατραπούν οι καλές προοπτικές αν η πανδημία επανέλθει, χρησιμοποιώντας ως «δούρειο ίππο» τη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη των φτωχών η χωρών (10%) και τον εφησυχασμό των προηγμένων, που ναι μεν έχουν κάλυψη 60%, αλλά θα πρέπει να αυξήσουν κι άλλο τη θωράκισή τους απέναντι στον ιό.
Ιδιόμορφο μείγμα καταστάσεων
Ας δούμε όμως το αμιγές οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ανάπτυξη. Η βασική μας διαπίστωση είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιόμορφο μείγμα καταστάσεων, που θα δημιουργήσει μεγάλες ευκαιρίες και μεγάλους κινδύνους σε ένα περιβάλλον υψηλής μεταβλητότητας. Στις ευνοϊκές παραμέτρους θα πρέπει να σημειώσουμε το θετικό κλίμα, τις δρομολογημένες (σημαντικής έκτασης) νέες επενδύσεις, την επάρκεια κεφαλαίων, τα χαμηλά επιτόκια. Αυτά όμως μόνο για τις ανεπτυγμένες χώρες, διότι στις φτωχότερες η μεγάλη μεταβλητότητα θα διογκώσει τα επιτόκια και τον πληθωρισμό αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις, αυξάνοντας το χρέος τους και διαιωνίζοντας τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα και φτώχεια τους. Αλλά και οι ανεπτυγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν ήδη σημαντικά προβλήματα, για τα οποία θα πρέπει να βρουν ικανοποιητικές λύσεις.
Το μεγαλύτερο από αυτά είναι το γιγάντιο χρέος ($230 τρισ., με παγκόσμιο ΑΕΠ $100 τρισ.), το οποίο, αν δεν εξυπηρετηθεί από θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης απειλεί να φέρει νέες χρηματοοικονομικές και δημοσιονομικές κρίσεις και να ψαλιδίσει τη μελλοντική κατανάλωση.
Με ημερομηνία λήξης;
Ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα αποτελούν οι υπερβολικές αυξήσεις τιμών στην ενέργεια, στις πρώτες ύλες, στα μεταφορικά και τα τρόφιμα. Οι ανατιμήσεις αυτές οφείλονται στη συγκυριακή αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης που προκαλείται από την αποσυμπίεση της ζήτησης σε μια χρονική φάση που δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η παραγωγική λειτουργία και τα αποθέματα έχουν εξαντληθεί. Η αδυναμία κάλυψης της ζήτησης εκτείνεται και στις πρώτες ύλες, στους ημιαγωγούς κ.λπ., προκαλώντας περαιτέρω μείωση της παραγωγής και νέα ελλείμματα προσφοράς. Σημαντική συμβολή έχει επίσης η υπερβολική αύξηση των ναύλων, η οποία είναι αποτέλεσμα της ζήτησης αλλά και της συμφόρησης στα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης. Όλα αυτά, μαζί με την επερχόμενη ανάπτυξη, έχουν ωθήσει το κόστος ενέργειας και τις τιμές των πρώτων υλών (με τα μέταλλα στην πρώτη γραμμή) και των τροφίμων στα ύψη.
Ευτυχώς πολλοί από τους πιο πάνω παράγοντες είναι συγκυριακοί και γι’ αυτό έχουν ημερομηνία λήξης. Συγκεκριμένα, η ζήτηση αναμένεται να «ηρεμήσει» μέσα στους επόμενους μήνες και να αυξηθεί η παραγωγή, οπότε θα δούμε τις τιμές να επανέρχονται σε λογικά επίπεδα. Με το τέλος του χειμώνα θα περιοριστούν και οι ανάγκες σε καύσιμα. Επίσης, αναμενόμενη ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων και ιδιαίτερα σιτηρών του 2021 θα κλείσει ευνοϊκά και το μέτωπο αυτό. Εκείνο που φαίνεται ότι ήρθε για να μείνει αρκετό καιρό είναι η υψηλή τιμή του φυσικού αερίου και του ρεύματος, διότι θα υποκαθιστούν σε διαρκή βάση τα ρυπογόνα καύσιμα, μέχρι να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι, με «πρώτη στάση» το 2050. Το ίδιο ισχύει για τα μέταλλα και τις λοιπές πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές του ηλεκτρισμού, οι οποίες θα βαίνουν διαρκώς αυξανόμενες.
Η μεγάλη παγίδα στην άκρη του τούνελ
Παρά τα σημαντικά εμπόδια, η μεσοπρόθεσμη θετική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας είναι δεδομένη. Εκτός βέβαια αν σημειωθούν μεγάλες ανατροπές στο υγειονομικό μέτωπο, αλλά και σε βασικές παραμέτρους, όπως π.χ. στα επιτόκια. Γιατί να μην ξεχνάμε ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν αυτά δεν παρέμεναν σ ιδιαιτέρως, χαμηλά επίπεδα (με... φροντίδα, βέβαια, των κεντρικών τραπεζών που διοχέτευσαν τεράστια ποσά ακάλυπτου χρήματος στην αγορά προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας). Εδώ υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση, που αποτελεί παρενέργεια της χρηματοοικονομικής κρίσης και της πανδημίας: μέσα σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η αμοιβή του (μη επιχειρηματικού) κεφαλαίου έχει σχεδόν μηδενιστεί.
Προφανώς, αν τα επιτόκια αρχίσουν να ανεβαίνουν, θα πρέπει να περιμένουμε δημοσιονομικές εκτροπές και χρεοκοπίες (λόγω του τεράστιου παγκόσμιου χρέους), που θα συνοδεύονται από μείωση των επενδύσεων και αύξηση του πληθωρισμού. Ας ευχηθούμε να μη συμβεί κάτι τέτοιο και «να μην τριτώσει το κακό», με μια ακόμα χρηματοοικονομική κρίση.
*καθηγητής Χρηματοοικονομικής