του Κώστα Παπαδή
Η επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση εργαζομένων και ανέργων μέσω της μεθόδου της τηλεκπαίδευσης (e-learning), συναντά ανισότητες διαφόρων μορφών στη χώρα μας σε ό, τι αφορά την πρόσβαση αλλά και την συμμετοχή σε αυτές. Την ίδια ώρα μόνο το 52% των ενηλίκων διαθέτει τουλάχιστον τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 61%.
Πρόκειται για τα βασικά συμπέρασματα έρευνας του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, με τίτλο «ενήλικες και προγράμματα διά βίου εκπαίδευσης στην περίοδο της πανδημίας»
Σύμφωνα με την έρευνα οι παράγοντες που διαφοροποιούν την πρόσβαση και τη συμμετοχή στην τηλεκπαίδευση σχετίζονται με τα εξής:
1. Το επίπεδο εκπαίδευσης. Όσο υψηλότερο το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο υψηλότερο το επίπεδο πρόσβασης και το ποσοστό συμμετοχής σε on line εκπαιδευτικές δραστηριότητες.
2. Το επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων. Το υψηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων, έχει αντίστοιχο επίπεδο πρόσβασης και το ποσοστό συμμετοχής.
3. Την κατάσταση απασχόλησης. Όσο πιο ευέλικτη και ανασφαλής η εργασία τόσο πιο μικρή η πρόσβαση και η συμμετοχή. Οι άνεργοι, οι μη οικονομικά ενεργοί και οι ευέλικτα εργαζόμενοι εμφανίζουν την μικρότερη πρόσβαση και συμμετοχή σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης e-learning και παράλληλα διαθέτουν χαμηλού επιπέδου ή καθόλου ψηφιακές δεξιότητες.
4. Το εισόδημα. Το υψηλότερο το εισόδημα, συμπορεύεται με το επίπεδο πρόσβασης και συμμετοχής σε e-learning, αλλά και με το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων.
5. Ο τόπος διαμονής. Τα άτομα που διαμένουν σε αστικές περιοχές εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής σε on line εκπαιδευτικές δραστηριότητες και αντίστοιχα διαθέτουν επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων, σε σχέση με αυτούς που διαμένουν σε αγροτικές και ημιαστικές περιοχές.
6. Η ηλικία. Όσο μεγαλύτερη η ηλικιακή ομάδα, τόσο μικρότερο το ποσοστό συμμετοχής σε on line εκπαιδευτικές δραστηριότητες και χαμηλότερο το επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων τους.
7. Το επάγγελμα. Οι μη χειρωνακτικά εργαζόμενοι κατέχουν βασικές τουλάχιστον ψηφιακές δεξιότητες σε ποσοστό 82%, σε αντιδιαστολή με το 31% των χειρωνακτικά εργαζόμενων.
Η περίοδος της πανδημίας
Κατά την περίοδο της πανδημίας καταγράφεται αύξηση της συμμετοχής σε προγράμματα τηλεκπαίδευσης. Στην Ελλάδα, από το 2015 έως και το 2019, το ποσοστό των ενηλίκων που πραγματοποίησαν κάποια δραστηριότητα εκμάθησης μέσω διαδικτύου κυμαινόταν σε σταθερά περίπου επίπεδα γύρω στο 8%, ενώ το 2020 κατέγραψε αύξηση κατά 50% και διαμορφώθηκε στο 12%.
Αντιστοίχως στην Ευρωπαϊκή Ένωση η τάση είναι επίσης αυξητική από το 2017 κι έπειτα, ενώ το 2020 το ποσοστό συμμετοχής διαμορφώνεται στο 25%, διπλάσιο δηλαδή του αντίστοιχου της Ελλάδας.
Πάντως, σύμφωνα με τον δείκτη ψηφιακών δεξιοτήτων της Eurostat (DSI), μόλις το 52% του ενήλικου πληθυσμού (25-64 ετών) της χώρας μας, αποτιμάται ότι κατέχει βασικές τουλάχιστον ψηφιακές δεξιότητες, ποσοστό που υπολείπεται κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου όρου (61%).
Η εξειδίκευση σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ)
Στην Ελλάδα το 71,1% των απασχολούμενων με εξειδίκευση στον τομέα, έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι 63,7%.
Συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020 απασχολούνται 8.431.400 εξειδικευμένα στις ΤΠΕ άτομα, τα οποία αντιστοιχούν στο 4,3% της συνολικής απασχόλησης. Την ίδια χρονιά στην Ελλάδα η απασχόληση των ατόμων έφθανε σε 79.300 άτομα, που αντιστοιχούν στο 2,0% – ποσοστό πολύ χαμηλότερο της Ευρώπης.
Η έρευνα δείχνει ότι οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν ή επενδύουν ελάχιστα στην βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζομένων τους. Μόλις μία στις πέντε επιχειρήσεις στο σύνολο της ΕΕ, υλοποίησε – το 2020 – προγράμματα κατάρτισης με στόχο την ανάπτυξη ή τον εμπλουτισμό των γνώσεων του προσωπικού τους σε θέματα (ΤΠΕ). Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 12% με τη χώρα μας να κατατάσσεται στην 25η θέση μεταξύ των 27, έχοντας πίσω της τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
*πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr