του Κωστή Μουσουρούλη*
Η Ευρώπη στοχεύει και προετοιμάζεται να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το μέσον του αιώνα. Πρόκειται για την πλέον υπεύθυνη στρατηγική επιλογή – οικονομική και κοινωνική – με την οποία θα συνταχθούν αργά ή γρήγορα, κατά νομοτελειακό τρόπο, όλοι οι πρωταγωνιστές της παγκόσμιας σκηνής. Αλλιώς θα χαθεί η παγκόσμια ισορροπία, επίσης κατά νομοτελειακό τρόπο.
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει χαρτογραφήσει όλες τις κρίσιμες προϋποθέσεις για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης υπό συνθήκες κλιματικής ουδετερότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ δέσμευσε τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους και δημιούργησε τα εργαλεία για την παραγωγική διαφοροποίηση όλων των περιοχών που κατά το παρελθόν αναπτύχθηκαν κυρίως λόγω της βιομηχανίας άνθρακα. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη, όπου ο λιγνίτης υπήρξε, ο σκελετός της ανάπτυξής τους.
Σε εφαρμογή της νέας ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής της Ελλάδας, η οποία προβλέπει την απόσυρση του λιγνίτη από το εγχώριο ενεργειακό μείγμα, και με γνώμονα τη δίκαιη μετάβαση των περιοχών αυτών, συγκροτήσαμε ένα ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον, ικανό να διασφαλίσει την παραγωγική τους διαφοροποίηση. Ενδεικτικά αναφέρω: πρότυπος στρατηγικός και επιχειρησιακός σχεδιασμός, εξασφαλισμένοι πόροι και ελκυστικά κίνητρα, ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο και νέες δομές διακυβέρνησης, αποδέσμευση εκτάσεων για εγκατάσταση νέων οικονομικών δραστηριοτήτων κ.ά.
Στην παραγωγική διαφοροποίηση των λιγνιτικών περιοχών περιλαμβάνεται ασφαλώς και ο εξορυκτικός κλάδος, ο οποίος εφοδιάζει με ορυκτές πρώτες ύλες τη βιομηχανία. Ο κλάδος αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία για την ΕΕ, η οποία έχει αναγνωρίσει την ανάγκη να μειωθεί η πολύ υψηλή εξάρτησή της από εισαγωγές.
Ωστόσο, παρά τη μεγάλη ποικιλία και την υψηλή προστιθέμενη αξία των εγχώριων κοιτασμάτων, η καθετοποίηση στον ελληνικό εξορυκτικό κλάδο είναι σχετικά περιορισμένη, αφού μόνο ένα μικρό ποσοστό των ορυκτών πρώτων υλών μετασχηματίζεται σε τελικά προϊόντα. Όμως, η δυναμική που παρουσιάζει τελευταία ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος, σε συνδυασμό με το επενδυτικό περιβάλλον που προανέφερα, μπορούν και πρέπει να ανοίξουν νέους ορίζοντες στη Δυτική Μακεδονία και τις όμορες περιφέρειες, οι οποίες φιλοξενούν στη γη τους ορυκτές πρώτες ύλες που έχουν υψηλή ζήτηση.
Οι ορυκτές πρώτες ύλες των περιοχών αυτών μπορούν να αξιοποιηθούν μέσω της δευτερογενούς τους επεξεργασίας από νέες καθετοποιημένες μονάδες, η λειτουργία των οποίων θα συμβάλει καθοριστικά στην τοπική ανάπτυξη και στην δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση. Οι μονάδες αυτές είναι δυνατό να εγκατασταθούν εντός των πεδίων εξόρυξης λιγνίτη, σε χώρους οι οποίοι προορίζονται για αποκατάσταση και αλλαγή χρήσης, δημιουργώντας πολλές νέες θέσεις εργασίας.
Ταυτόχρονα, θα αναπτυχθούν παράπλευρες δραστηριότητες, ενώ το πολυάριθμο και έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό θα έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει νέες ευκαιρίες. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας μπορεί να μειώσει το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της εξορυκτικής διαδικασίας και να αποφέρει προστιθέμενη αξία ακόμα και στα απορρίμματα της βιομηχανικής επεξεργασίας.
Το νέο Πρόγραμμα Δίκαιης Μετάβασης που αναμένεται να εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενθαρρύνει ιδιαίτερα τις καθετοποιημένες δραστηριότητες παραγωγής τελικών προϊόντων, εξασφαλίζοντας τις αναγκαίες υποδομές και την ταχεία αδειοδότηση των επιχειρήσεων εντός επιχειρηματικών πάρκων.
Συνεπώς, όλες οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία στην Ελλάδα τελικών προϊόντων από εγχώριες ορυκτές πρώτες ύλες υπάρχουν. Αυτό που απαιτείται είναι η συνεργασία της κεντρικής διοίκησης και της περιφερειακής αυτοδιοίκησης για την προσέλκυση επενδυτών καθώς και μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση.
*πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr