των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Η Γερμανία βρίσκεται ανάμεσα στις πιο εξαρτημένες ενεργειακά χώρες της Ευρώπης από τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας. Σύμφωνα με το γράφημα εισάγει από τη Ρωσία, το 34% του πετρελαίου, το 55% του φυσικού αερίου και το 26% του άνθρακα που χρησιμοποιεί. Συνολικά το 30% των ενεργειακών αναγκών της Γερμανίας καλύπτονται μέσω εισαγωγών από τη Ρωσία.
Η γερμανική εξάρτηση από τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας είναι καθοριστική για την Ευρώπη τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, η εξάρτηση αυτή μπορεί να δημιουργήσει ρήγματα στο δυτικό μέτωπο αναφορικά με τη συντονισμένη αντίδραση της Δύσης απέναντι στη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την επακόλουθη επιβολή κυρώσεων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ οι ΗΠΑ ανήγγειλαν εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς διαπιστώνει πως η άμεση παύση ρωσικών εισαγωγών είναι πολύ δύσκολη στην περίπτωση της Γερμανίας. Μακροπρόθεσμα, η ενδεχόμενη γερμανική στρατηγική απεξάρτησης από ρωσικές εισαγωγές θα αποτελέσει βαρόμετρο για τη γενικότερη Ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική καθώς και για την επιτυχή μετάβαση της ηπείρου σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Σε πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα μιας ομάδας οικονομολόγων και ειδικών ενέργειας εξετάζεται ο οικονομικός αντίκτυπος για τη γερμανική οικονομία μιας ενδεχόμενης παύσης των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι σε μία τέτοια περίπτωση το κόστος για τη Γερμανία θα είναι σημαντικό αλλά διαχειρίσιμο, με την ανάλυση να προβλέπει μία πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 0.5% – 3% υπό διαφορετικά σενάρια. Ενδεικτικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας η γερμανική οικονομία επλήγη κατά 4,5% του ΑΕΠ. Η αντικατάσταση των ρωσικών εισαγωγών πετρελαίου και άνθρακα δεν αποτελούν το βασικό πρόβλημα, αφού υπάρχουν εναλλακτικές εξαγωγικές χώρες αλλά και δυναμικότητα ώστε να καλυφθεί το κενό. Η κύρια πρόκληση έγκειται στην αντικατάσταση του φυσικού αερίου, για το οποίο οι διαθέσιμες εναλλακτικές είναι περιορισμένες όπως δείξαμε και σε προηγούμενο σημείωμα.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι προβλεπόμενες αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου θα πλήξουν κυρίως τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και τις επιχειρήσεις, ωστόσο πακέτα στοχευμένων επιδομάτων ενίσχυσης προς αυτά χωρίς να στρεβλώνονται τα κίνητρα συγκράτησης της ενεργειακής κατανάλωσης μπορούν να διορθώσουν την οικονομική αυτή επιβάρυνση. Συνεπώς, η στροφή της Γερμανίας μακριά από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας θα ζημιώσει την οικονομία της, αλλά με τις κατάλληλες πολιτικές η χώρα μπορεί να τα καταφέρει.
Αναμφίβολα η απεξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας δεν θα επέλθει χωρίς κόστος. Η πρόβλεψη για τη Γερμανία είναι ενδεικτική για το τι αναμένεται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αν και αποτελεί το ανώτατο όριο αφού η Γερμανία είναι από τις πιο εξαρτημένες χώρες στην Ευρώπη και προς το παρόν δεν διαθέτει σταθμούς επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου. Σίγουρα χώρες οι οποίες έχουν αναπτύξει εναλλακτικές πηγές ενέργειας όπως ανανεώσιμες πηγές, τερματικούς σταθμούς επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου, πυρηνική ενέργεια και μη παροπλισμένα εργοστάσια λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας να διαθέτουν εναλλακτικές για την αντικατάσταση του ρωσικού αερίου βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο σε μακροχρόνιο ορίζοντα, η στροφή προς την πράσινη ενέργεια και τη μετατόπιση των εισαγωγών μακριά από τη Ρωσία θα επιφέρει σημαντικό κόστος.
Η παρούσα κρίση επιβαρύνει το ήδη αυξημένο ενεργειακό κόστος και υπογραμμίζει την αναγκαιότητα για μια πιο συντεταγμένη, πιο τολμηρή στροφή της ΕΕ στην ενεργειακή αυτονομία, με σημαντικά στρατηγικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Ήδη αναμένεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο η λήψη αποφάσεων ώστε να επισπευτεί το σχέδιο για ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και για μείωση των εκπομπών αερίου πολύ πριν το 2030 που ήταν ο αρχικός στόχος.
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr