του Κωνσταντίνου Ν. Σταμπολή*
Η επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ, Μάικ Πομπέο, στην χώρα μας τον περασμένο Σεπτέμβριο έφερε ξανά στην επικαιρότητα τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει η Ελλάδα στα ενεργειακά δρώμενα της ΝΑ Ευρώπης. Μπορεί η Ελλάδα να μην διαθέτει τα ενεργειακά κοιτάσματα που θα την καθιστούσαν βασικό ενεργειακό προμηθευτή της ευρύτερης περιοχής, όμως έχει καταφέρει την τελευταία δεκαετία να αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της και να εδραιώσει την θέση της ως ένας από τους βασικούς περιφερειακούς παίκτες.
Αυτήν την διάσταση ήθελε εξ άλλου με την επίσκεψη του στην Θεσσαλονίκη να υπογραμμίσει ο Μάικ Πομπέο ο οποίος φαίνεται ότι είναι από τους λίγους Δυτικούς πολιτικούς που έχουν αντιληφθεί τον κομβικό ρόλο που παίζει η χώρα μας, και αναμένεται να τον παίξει ακόμα πιο ενεργά, στο υπό διαμόρφωση νέο ευρωπαϊκό ενεργειακό τοπίο.
Όμως, εάν εξετάσουμε προσεκτικά τον χάρτη με τις ενεργειακές υποδομές και ενεργειακές ροές της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής θα διαπιστώσουμε ότι η Τουρκία αποτελεί τον μεγάλο ενεργειακό περιφερειακό κόμβο. Με έξι διεθνείς διασυνδετήριους αγωγούς φυσικού αερίου (Blue Stream, South Caucasus, Iraninterconnector, κλπ), δύο διεθνείς αγωγούς μεταφοράς (TANAP, Turk Stream) τέσσερις τερματικούς σταθμούς LNG και δυο διεθνείς αγωγούς πετρελαίου (Baku-Tbilisi-Ceyhan, Iraq-Turkey) και επιπλέον τον έλεγχο του στενού των Δαρδανελίων απ/ όπου διέρχεται καθημερινά σχεδόν το 4% της παγκόσμιας πετρελαϊκής τροφοδοσίας και τις ανάλογες υψηλές καταναλώσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, η Τουρκία αποτελεί αναμφίβολα μια υπολογίσιμη ενεργειακή δύναμη και τον μεγάλο ενεργειακό παίκτη της περιοχής.
Τελευταία, ο ρόλος της γείτονος έχει αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο, ιδίως μετά τον Ιανουάριο 2020, οπότε και ξεκίνησε την λειτουργία του ο τεράστιος Τουρκο-ρωσικός αγωγός Turk Stream που μέσω της Μαύρης Θάλασσας μεταφέρει αέριο σε Τουρκία αλλά και ΝΑ Ευρώπη, έχοντας υποκαταστήσει τον αγωγό Trans Balkan που επί 33 χρόνια μετέφερε ρωσικό αέριο, μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας, αρχικά στην Τουρκία και αργότερα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Β. Μακεδονία. Οι ανωτέρω χώρες και πολύ σύντομα η Σερβία, θα εξαρτώνται πλέον σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Τουρκία μέσω της οποίας η Ρωσία προμηθεύει αποκλειστικά το αέριό της στην περιοχή βάσει μακροχρόνιων συμβάσεων (oil indexed).
Η δε Ελλάδα εξαρτάται σήμερα ακόμα περισσότερο από την Τουρκία για τις εισαγωγές της σε φυσικό αέριο αφού τρεις βασικές αρτηρίες τροφοδοσίας της ( δηλ. ο ελληνο-τουρκικός διασυνδετήριος αγωγός, ο Turk Stream και ο ΤΑΝΑΡ) ελέγχονται απόλυτα από την Τουρκία. Εάν εξαιρέσουμε τους τελευταίους 18 μήνες, όπου λόγω πολύ χαμηλών τιμών υπήρξαν αυξημένες εισαγωγές LNG, η Ελλάδα κάλυπτε παραδοσιακά το 70% των εισαγωγών φυσικού αερίου από την Ρωσία. Η κατάσταση αυτή, όμως, μέλλει να διαφοροποιηθεί λόγω αυξημένων εισαγωγών LNG, κυρίως λόγω χαμηλών τιμών, αλλά και της επικείμενης λειτουργίας του αγωγού ΤΑΡ –που αποτελεί συνέχεια του τουρκικού αγωγού ΤΑΝΑΡ– η βασική διαδρομή του οποίου διέρχεται μέσω Ελλάδας. Αν και το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων αερίου, που προέρχονται από το Αζερμπαϊτζάν, τις οποίες θα μεταφέρει ο ΤΑΡ προορίζονται για τις ευρωπαϊκές αγορές, μέσω Ιταλίας, η Ελλάδα θα παραλαμβάνει 1,0 δισεκ. κυβ. μέτρα τον χρόνο που αντιστοιχεί περίπου στο 1/5 της τρέχουσας κατανάλωσής της ενώ 1,0 δισεκ. κυβ. μέτρα ακόμα θα προμηθεύεται η Βουλγαρία, μέσω Ελλάδας.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα βαίνουν αυξανόμενες οι εισαγωγές LNG στην Ελλάδα, ενώ από το 2023 θα λειτουργούν δύο ακόμα τερματικοί σταθμοί LNG. Η πλωτή μονάδα FSRU της Gastrade στην Αλεξανδρούπολη και η επίσης πλωτή εγκατάσταση LNG του ομίλου Μοτορόιλ στους Αγίους Θεόδωρους. Έτσι, μέσω αυξημένων εισαγωγών LNG η Ελλάδα θα προσπαθήσει τα επόμενα χρόνια να απεγκλωβιστεί από τον ρωσικό εναγκαλισμό και τον έλεγχο της Τουρκίας διαφοροποιώντας τις πηγές προμήθειας, με τις ΗΠΑ να αποτελούν μια από αυτές.
Με τρία ακόμα σημαντικά έργα υποδομών στην περιοχή, τον υπό κατασκευή διασυνδετήριο αγωγό φυσικού αερίου Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), τον υπό μελέτη αγωγό Θεσσαλονίκης–Σκοπίων και την μέλλουσα να δημοπρατηθεί μονάδα υπόγειας αποθήκευσης South Kavala (εντός της παραχώρησης της Energean στην Θάσο), η Ελλάδα διασφαλίζει την θέση της ως βασικού εναλλακτικού προμηθευτή αερίου στην ΝΑ Ευρώπη.
Η θέση αυτή πολύ σύντομα θα ενισχυθεί περαιτέρω με την λειτουργία από τα τέλη 2021 του Gas Trading Hub που θα λειτουργεί από κοινού από τον ΔΕΣΦΑ και το Χρηματιστήριο Ενέργειας, μόλις ξεκινήσει η διαπραγμάτευση παραγώγων φυσικού αερίου. Σήμερα, ήδη λειτουργεί με επιτυχία το Hellenic Trading Point από τον ΔΕΣΦΑ έχοντας εξασφαλίσει την υψηλότερη βαθμολογία (EFET benchmarking) της περιοχής, υψηλότερη ακόμα και από εκείνη του Χρηματιστηρίου Ενέργειας της Κωνσταντινούπολης. Με αυξημένες ποσότητες και ροές φυσικού αερίου μέσω Ελλάδος (liquid market) και μια αγορά που θα λειτουργεί με απόλυτη διαφάνεια και άμεση διασύνδεση με τις ευρωπαϊκές αγορές και τα αντίστοιχα gas hubs, η ελληνική αγορά φυσικού αερίου διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να εξελιχθεί ιδιαίτερα δυναμικά μέσα στα επόμενα χρόνια και να αναδειχθεί ως η πρωτεύουσα αγορά της περιοχής σε άμεση αντιπαράθεση με την πολύ μεγαλύτερη, πλην όμως περίκλειστη και κρατικά ελεγχόμενη, αγορά της Τουρκίας.
Αναγνωρίζοντας τον κομβικό ρόλο της Ελλάδας στην περιφερειακή αγορά ηλεκτρισμού, ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) ανέθεσε στην χώρα μας την δημιουργία του περιφερειακού κέντρου ελέγχου ηλεκτρικής ενέργειας, με έδρα την Θεσσαλονίκη, το οποίο θα ξεκινήσει την λειτουργία του στις αρχές του 2022. Στις ανωτέρω απόλυτα θετικές εξελίξεις θα πρέπει να προστεθεί και η μεγάλη συμβολή της Ελλάδας στην προμήθεια προϊόντων πετρελαίου των περισσότερων χωρών της ΝΑ Ευρώπης μέσω των τεσσάρων σύγχρονων διυλιστηριακών μονάδων που διαθέτει και οι οποίες εξάγουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους καλύπτοντας σχεδόν το 60% των πετρελαϊκών αναγκών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένου και του 25% των αναγκών της Τουρκίας. Χωρίς το ελληνικό διυλιστηριακό προβάδισμα θα ήταν δύσκολο να λειτουργήσει στον βαθμό που έχει αναπτυχθεί σήμερα η οικονομία της ευρύτερης περιοχής.
Εάν ληφθούν υπ/ όψη όλα τα ανωτέρω είναι προφανές ότι ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών είχε περισσότερους από έναν λόγους να θέλει να επισκεφθεί την Ελλάδα, και μάλιστα την Θεσσαλονίκη, την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όπως έγινε γνωστό από κύκλους του State Department, η αποτίμηση της επίσκεψης του Μάικ Πομπέο στην Ελλάδα, ως προς το ενεργειακό της σκέλος, υπήρξε ιδιαίτερα θετική έχοντας αξιολογήσει την δυνατότητα της χώρας μας, μέσω των υφιστάμενων και μελλοντικών ενεργειακών διασυνδέσεων και συνεργασιών της με όλες τις χώρες της περιοχής (δηλ. Δυτικά Βαλκάνια, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ισραήλ, Κύπρος), να εξελιχθεί πολύ σύντομα, έως το 2023, ως το ενεργειακό αντίβαρο έναντι της Τουρκίας.
Με την έμφαση να δίνεται στην ελεύθερη και ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς, και στην διασυνδεσιμότητα των περιφερειακών αγορών (εκτός Τουρκίας), και λιγότερο στο μέγεθος των υποδομών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές, πλην όμως η αντιπαράθεση με την Τουρκία εκτιμάται ότι θα εξελιχθεί στην σφαίρα του εμπορίου και των αγορών. Για αυτό μια στενότερη συνεργασία με την Ελλάδα, και η υποστήριξή της με κάθε τρόπο, μόνο οφέλη μπορεί να αποφέρει για την Ουάσιγκτον καθώς η χώρα μας ευρίσκεται στο επίκεντρο ενός τάχιστα μεταβαλλόμενου ενεργειακού παιγνίου.
*μέλος του ΕΣΕΚ και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr