της Kira Taylor
Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκαν κατά 3,7% πέρυσι, φέρνοντας το μπλοκ σε τροχιά κατάρριψης του στόχου εκπομπών του 2020 κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ελαττώνονται σταθερά στην ΕΕ, εμφανίζοντας το 2019 μείωση κατά 24% κάτω από τα επίπεδα του 1990, σύμφωνα με την έκθεση τάσεων και προβλέψεων του ΕΟΠ γιο 2020, η οποία παρακολουθεί την πρόοδο των στόχων της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια.
Η μείωση των εκπομπών κατά 24% είναι σημαντικά υψηλότερη από τον στόχο του 20% που συμφωνήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για το 2020, λέει η έκθεση, που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα (30 Νοεμβρίου).
«Πρόκειται για αποτέλεσμα κλιματικών πολιτικών που εφαρμόζονται σε ολόκληρη την ΕΕ και αποδεικνύει ότι είναι σαφώς δυνατό να επιτευχθούν πιο φιλόδοξοι στόχοι μείωσης έως το 2030, και που ανοίγει το δρόμο για μια κλιματικά ουδέτερη ΕΕ έως το 2050», ανέφερε ο ΕΟΠ σε δήλωσή του.
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι το 19,4% της συνολικής ενέργειας που καταναλώθηκε στην ΕΕ των 27 πέρυσι προήλθε από ανανεώσιμες πηγές όπως υδροηλεκτρική ενέργεια, βιομάζα, αιολική και ηλιακή ενέργεια.
«Επομένως, η ΕΕ βρίσκεται σε καλό δρόμο για το στόχο του 2020 που ζητά μείωση εκπομπών αερίων κατά τουλάχιστον 20%», δήλωσε ο ΕΟΠ.
Ωστόσο, τα στοιχεία ενδέχεται να μην φαίνονται και τόσο ρόδινα σε μελλοντικές εκθέσεις μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Καθώς, οι στατιστικές του 2020 εξακολουθούν να αντικατοπτρίζουν και τη συμβολή του Ηνωμένου Βασιλείου στους στόχους της ΕΕ, οι οποίοι είναι γενικά θετικοί.
Φέτος, οι εκπομπές άνθρακα στο Ηνωμένο Βασίλειο έφτασαν στο χαμηλότερο επίπεδό τους από το 1888, λόγω των ταχέως μειωμένων εκπομπών άνθρακα που προκαλούνται σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα εμπορίας άνθρακα της ΕΕ, το κορυφαίο εργαλείο πολιτικής της ΕΕ για το κλίμα.
Πράγματι, η μεγαλύτερη πηγή ικανοποίησης προήλθε από το σύστημα εμπορίας εκπομπών, χάρη στο οποίο οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 9,1% πέρυσι σε σύγκριση με το 2018.
Αυτές οι μειώσεις εκπομπών ήταν άνευ προηγουμένου την τελευταία δεκαετία και πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου μέτριας οικονομικής επέκτασης, δείχνοντας την αποσύνδεση των εκπομπών που σχετίζονται με την ενέργεια από την αύξηση του ΑΕΠ, υπογραμμίζει ο ΕΟΠ.
«Είναι ενθαρρυντικό ότι ακόμη και πριν από τη χρονιά της πανδημίας, σημειώθηκαν σημαντικές μειώσεις εκπομπών στην Ευρωπαϊκή Ένωση», δήλωσε η Jutta Paulus, ευρωβουλευτής των πρασίνων.
«Ωστόσο, θα απαιτηθούν τεράστιες προσπάθειες για να επιταχυνθεί η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας την επόμενη δεκαετία», πρόσθεσε, αναφέροντας ότι «πρέπει να αντιμετωπιστεί επιτέλους το ελλιπές δυναμικό στην ενεργειακή απόδοση».
«Μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την πρόοδό μας, αλλά δεν είναι καιρός να επαναπαυτούμε στις δάφνες μας», δήλωσε ο πρώτος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Frans Timmermans, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
«Πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας σε όλους τους τομείς της οικονομίας», δήλωσε ο Timmermans στο πρόλογο της ετήσιας έκθεσης προόδου της ΕΕ για την κλιματική δράση, που δημοσιεύθηκε επίσης τη Δευτέρα.
«Η μετάβαση είναι εφικτή εάν εμμείνουμε στη δέσμευσή μας και εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες της ανάκαμψης για να επανεκκινήσουμε την οικονομία μας με έναν πιο πράσινο, πιο ανθεκτικό τρόπο και να δημιουργήσουμε ένα υγιές, βιώσιμο μέλλον για όλους», πρόσθεσε.
Πρέπει να σημειωθεί πρόοδος
Με τις υπάρχουσες πολιτικές και μέτρα που εφαρμόζονται, οι συνολικές εκπομπές στην ΕΕ των 27 προβλέπεται να μειωθούν κατά 30% έως το 2030. Με τα προγραμματισμένα εθνικά μέτρα, τα κράτη μέλη της ΕΕ αναμένεται να φέρουν αυτές τις μειώσεις εκπομπών σε περίπου 41% έως το τέλος της δεκαετίας.
Ωστόσο, αυτό θα υπολείπεται σημαντικά από τη μείωση των εκπομπών κατά 55% που η εξετάζει τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση για το τέλος της δεκαετίας.
Η πρόοδος σε επίπεδο ΕΕ έδειξε σημάδια επιβράδυνσης. «Το 2019, οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις δείχνουν 12 χώρες με επίπεδα εκπομπών υψηλότερα από τους ετήσιους στόχους τους και αυτές είναι οι εξής: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Κύπρος, Τσεχία, Εσθονία, Φινλανδία, Γερμανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Μάλτα και Πολωνία», δήλωσε ο ΕΟΠ.
Η Ευρώπη είναι επίσης πιθανό να χάσει τον στόχο της ενεργειακής απόδοσης, ο οποίος σε αντίθεση με τον στόχο για τις ΑΠΕ δεν είναι νομικά δεσμευτικός για τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Οι προσπάθειες για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας δεν ήταν αρκετές, υπογραμμίζει ο ΕΟΠ, με τις εκτιμήσεις για το 2019 να δείχνουν ότι μόνο εννέα κράτη μέλη ήταν σε καλό δρόμο για την επίτευξη των αντίστοιχων τελικών στόχων ενεργειακής απόδοσης για το 2020.
«Περιμένω φιλόδοξες νομοθετικές προτάσεις από τον Επίτροπο για το Κλίμα Timmermans για τις ΑΠΕ, την εμπορία εκπομπών και στους τομείς των κτιρίων και των μεταφορών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ταξιδέψουμε στη διάσκεψη για το κλίμα στη Γλασκώβη με καθαρή συνείδηση ??», είπε ο Paulus.
Η Επίδραση του COVID
Η κρίση της πανδημίας του COVID-19 το 2020 είναι επίσης πιθανό να καταστήσει ευκολότερους τους στόχους του 2020, δήλωσε ο ΕΟΠ, επισημαίνοντας την οικονομική ύφεση, που μείωσε σημαντικά τη συνολική κατανάλωση ενέργειας και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ειδικά στον τομέα των μεταφορών.
Ωστόσο, αυτά τα κέρδη μπορεί να είναι βραχύβια, προειδοποίησε ο ΕΟΠ, λέγοντας ότι ο αντίκτυπος της κρίσης του COVID στην επίτευξη των στόχων του 2030 είναι αμφισβητήσιμος.
«Αν και οι πρόσφατες τάσεις υποδηλώνουν επίτευξη ή και υπέρβαση των στόχων μείωσης των εκπομπών του 2020, το να παραμείνει αυτή η μείωση σε καλό δρόμο για την επίτευξη των στόχων του 2030 και του 2050 θα απαιτηθούν συνεχείς και μακροπρόθεσμες προσπάθειες», σύμφωνα με τον ΕΟΠ.
*πρώτη δημοσίευση: www.euractiv.gr