του Robin McKie
Μηχανικοί και γεωλόγοι επέκριναν έντονα “πράσινες” ομάδες, που την περασμένη εβδομάδα ισχυρίστηκαν ότι τα συστήματα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS – Carbon Capture and Storage), για τη μείωση των εκπομπών των ορυκτών καυσίμων – αποτελούν ένα “δαπανηρό λάθος”.
Σύμφωνα με τον συνεργάτη της EURACTIV, “The Guardian”, οι επιστήμονες επέμειναν ότι τέτοια σχέδια αποτελούν ζωτικής σημασίας “όπλα” στη μάχη ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη και προειδοποιούν ότι η αποτυχία δημιουργίας τρόπων παγίδευσης του διοξειδίου του άνθρακα και υπόγειας αποθήκευσής του θα καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την συγκράτηση των εκπομπών κάτω από το μηδέν έως το 2050.
«Η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα πρόκειται να αποτελέσει τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο που έχουμε βραχυπρόθεσμα για να εμποδίσουμε τη βιομηχανία χάλυβα, την τσιμεντοβιομηχανία και πολλές άλλες διαδικασίες να συνεχίσουν να εκπέμπουν διοξείδιο στην ατμόσφαιρα», δήλωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, Stuart Haszeldine,.
«Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την (αύξηση) της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, τότε χρειαζόμαστε απεγνωσμένα να αναπτύξουμε τρόπους δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα».
Η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS) περιλαμβάνει την εξαγωγή των εκπομπών από σταθμούς παραγωγής ενέργειας και εργοστάσια, τη συμπύκνωσή τους και στη συνέχεια την άντληση του προκύπτοντος διοξειδίου του άνθρακα σε υπόγειες μονάδες. Μάλιστα, η Μ. Βρετανία θεωρείται ότι είναι σε θέση να αναπτύξει και να χειριστεί μια τέτοια τεχνολογία, δεδομένου των πολλών εξαντλημένων πετρελαιοπηγών της Βόρειας Θάλασσας, όπου αυτό το διοξείδιο του άνθρακα μπορεί και να αποθηκευτεί.
Αρκετά προγράμματα ανάπτυξης CCS ξεκίνησαν τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά ακυρώθηκαν καθώς οι κυβερνήσεις είναι επιφυλακτικές λόγω του κόστους τους.
Ωστόσο, ο Μπόρις Τζόνσον – ως μέρος της δέσμευσής του για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής – έχει ήδη δεσμεύσει ένα δισεκατομμύριο λίρες από δημόσιους πόρους προκειμένου να βοηθήσει στην ανάπτυξη τεσσάρων μεγάλων προγραμμάτων CCS στη Μ. Βρετανία έως το 2030 ως μέρος του σχεδίου του για μια «πράσινη βιομηχανική επανάσταση».
Ο στόχος είναι να καταστεί το Ηνωμένο Βασίλειο «παγκόσμιος τεχνολογικός ηγέτης» και να δημιουργηθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, οι ακτιβιστές του Global Witness and Friends of the Earth Scotland δήλωσαν την περασμένη εβδομάδα ότι η εξάρτηση από το CCS δεν αποτελεί έναν αξιόπιστο τρόπο για να απελευθερωθεί το ενεργειακό σύστημα από τον άνθρακα, ενώ ταυτόχρονα, την περασμένη Δευτέρα, έδωσαν στη δημοσιότητα μια μελέτη για την κλιματική αλλαγή από το ερευνητικό κέντρο Tyndall Manchester σύμφωνα με την οποία απέδειξαν ότι το CCS έχει μια «προϊστορία υπερβολικών υποσχέσεων και ανεπαρκών αποτελεσμάτων».
Και οι δύο ομάδες ισχυρίστηκαν ότι το CCS δεν θα συνέβαλε «ουσιαστικά στους κλιματικούς στόχους για το 2030» παρά τις επενδύσεις, ενώ, αντίθετα, προέτρεψαν στο να δοθεί προτεραιότητα στην κατασκευή περισσότερων μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Ωστόσο, οι ισχυρισμοί τους απορρίφθηκαν την περασμένη εβδομάδα από μηχανικούς και γεωλόγους. «Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αρκετά άδικοι», δήλωσε σχετικά ο Michael Stephenson, διευθυντής επιστήμης και τεχνολογίας του British Geological Survey.
«Η τεχνολογία πίσω από τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα είναι εξαιρετική. Μας προσφέρει μια πραγματική λύση σε ορισμένα από τα προβλήματα στην αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη».
Προς το παρόν, οι περισσότερες επιτυχίες στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο Ηνωμένο Βασίλειο προέρχονται από τη βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όπου οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έχουν αναλάβει την παραγωγή από εγκαταστάσεις άνθρακα, φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Ωστόσο, ορισμένες βιομηχανίες – όπως οι βιομηχανίες χάλυβα και τσιμέντου – εκπέμπουν τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίες αθροίζονται σε αυτές που παράγονται για την ισχύ που καταναλώνουν.
Υπογραμμίζεται, ότι θα είναι πολύ πιο δύσκολο να μειωθούν οι εκπομπές άνθρακα από αυτά τα εργοστάσια, καθώς αυτές οι βιομηχανίες είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική δύναμη του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αυτό το σημείο τονίστηκε ιδιαίτερα από τον κ. Haszeldine. «Όταν πρωτοεμφανίστηκε το CCS, θεωρήθηκε ως ο τρόπος καθαρισμού της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα, ιδίως αυτά που χρησιμοποιούν άνθρακα. Αλλά πλέον είναι σαφές ότι μπορεί να διαδραματίσει βασικό ρόλο στον καθαρισμό και άλλων βιομηχανιών.
«Πρέπει απλώς να προχωρήσουμε με την ανάπτυξή τους, ώστε η Βρετανία να βρει τρόπους για την απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Όσο περισσότερο καθυστερούμε, τότε τόσο χειρότερα θα είναι και οι ισχυρισμοί ότι το CCS δεν θα λειτουργήσει δεν βοηθούν ».
Απ΄ την πλευρά του ο κ. Bob Ward, Διευθυντής πολιτικής στο Ινστιτούτο Ερευνών Grantham για την Κλιματική Αλλαγή και το Περιβάλλον, ήταν επίσης επικριτικός για τους ισχυρισμούς των πράσινων ομάδων.
«Η αντίθεση στην τεχνολογία CCS από ορισμένους ακτιβιστές φαίνεται να οφείλεται στο μίσος των εταιρειών ορυκτών καυσίμων που εμποδίζει μια ισότιμη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο μπορούμε να σταματήσουμε την κλιματική αλλαγή», δήλωσε στον Observer.
«Μαζί με τους αχαρακτήριστους υπεύθυνους για την χάραξη πολιτικής, μοιράζονται εξίσου την ευθύνη για την ανικανότητα του Ηνωμένου Βασιλείου στο να ηγηθεί μιας παγκόσμιας προσπάθειας για την ανάπτυξη αυτής της τεχνολογίας», τόνισε.
*πρώτη δημοσίευση: www.euractiv.gr