του Μανώλη Παναγιωτάκη*
Η ενεργητική συμμετοχή της χώρας μας στην παγκόσμια προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι αυτονόητη. Οφείλουμε ανεπιφύλακτα να επιτυγχάνουμε τους εκάστοτε ευρωπαϊκούς στόχους μείωσης των εκπομπών των Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) και να τερματίσουμε τη χρήση ορυκτών καυσίμων (λιγνίτης-φυσικό αέριο) στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2050, έτος στόχο της Ε.Ε. για παραγωγή με μηδενικές εκπομπές.
Εφαρμόζοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές κάθε χώρα-μέλος σχεδιάζει το ενεργειακό της μέλλον με τους βέλτιστους οικονομικούς όρους και, βέβαια, χωρίς διακινδύνευση της ασφάλειας εφοδιασμού. Οι χώρες που διαθέτουν εγχώρια καύσιμα, όπως στην Ελλάδα ο λιγνίτης, μελετούν τους όρους αξιοποίησής τους αντλώντας τα μέγιστα δυνατά οφέλη για τις οικονομίες τους με την πάγια επιφύλαξη να μη διακυβεύεται η επίτευξη των στόχων για την κλιματική αλλαγή (βλ. Γερμανία, στην οποία σημειωτέον, προηγήθηκαν πάνω από δύο χρόνια μελετών, διαβουλεύσεων, και δημοσίου διαλόγου με ευθύνη ειδικής επιτροπής για να ληφθούν το 2018 οι σχετικές αποφάσεις).
Η αιφνιδιαστική εξαγγελία τον Σεπτέμβριο 2019 για την εσπευσμένη απολιγνιτοποίηση, δεν συμβαδίζει με την κατά τα ανωτέρω πρακτική των ευρωπαϊκών χωρών. Με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο καταρτίστηκε σε συμμόρφωση με αυτή την εξαγγελία, αντί οικονομοτεχνικής μελέτης προσδιορισμού των όρων αξιοποίησης συγκεκριμένης ποσότητας λιγνιτικής παραγωγής, ο λιγνίτης αντιμετωπίζεται αφοριστικά και αντικαθίσταται, όχι βέβαια από ΑΠΕ, αλλά από φυσικό αέριο.
Ετσι, αντί των ωφελημάτων του εγχώριου πόρου, με την επιλογή του εισαγόμενου, διαμορφώνεται μια προβληματική προοπτική, την οποία κατά τα ειωθότα θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον με έκτακτα μέτρα που κοστίζουν (βλ. π.χ. ελλείμματα ΕΛΑΠΕ). Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ το έτος 2030, με την απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων, η παραγωγική ικανότητα του συστήματος για ενέργεια «βάσης» (θερμική παραγωγή – αποθήκευση), μη εξαρτώμενης από τον άνεμο ή την ηλιοφάνεια, θα είναι κατά 25% μικρότερη από τη μέγιστη ζήτηση μετά και τις διασυνδέσεις της Κρήτης και των λοιπών νησιών (έλλειμμα περίπου 2,5-3.000 MW). Προκύπτει σοβαρό θέμα ασφάλειας εφοδιασμού, καθώς οι διασυνδέσεις της χώρας μας με τα ισχυρά ευρωπαϊκά ηλεκτρικά συστήματα είναι ανεπαρκείς, δεδομένης και της κατάστασης των γειτονικών χωρών, πράγμα το οποίο δεν αναμένεται να αλλάξει ουσιωδώς σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Επιπλέον η πρόβλεψη για θερμική παραγωγή αποκλειστικά από αέριο, εισαγόμενο με αγωγούς μέσω Τουρκίας, και ως LNG με θαλάσσιες μεταφορές συνιστά παράγοντα αβεβαιότητας ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων. Το ΕΣΕΚ θέτει για το 2030 στόχο συμμετοχής των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 61%, έναντι περίπου 28% σήμερα. Στόχος αποδεκτός για την κλιματική αλλαγή.
Ωστόσο, για την απορρόφηση αυτής της ενέργειας, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και όχι από τις ανάγκες της κατανάλωσης, απαιτούνται μεγάλες εγκαταστάσεις αποθήκευσης που αυξάνουν σημαντικά το κόστος. Το ΕΣΕΚ προβλέπει για το 2030 εγκαταστάσεις αποθήκευσης ισχύος 2.700 MW (έναντι 700 MW σήμερα), οι οποίες θα αποθηκεύουν και θα αποδίδουν ετήσια μόλις 2,3 εκατ. MWH, δηλαδή θα «παράγουν» μόνο 850 ώρες (λιγότερο του 10% του έτους). Αυτό αυξάνει πολύ το κόστος κεφαλαίου (αποσβέσεις), σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος της επένδυσης. Το κόστος, ωστόσο, επιβαρύνεται και από την αυξημένη κατά 80% σε σχέση με σήμερα παραγωγή από φυσικού αέριο, τόσο λόγω των επενδύσεων για νέες μονάδες, που θα αντικαταστήσουν τις λιγνιτικές, όσο και λόγω του αυξημένου λειτουργικού κόστους ακόμη και των πλέον σύγχρονων από αυτές.
Αυτό προκύπτει από τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ για την πορεία των τιμών του φυσικού αερίου και των δικαιωμάτων CO2 (ΕΣΕΚ σελ. 229). Στο σημείο αυτό προστίθεται και ο κίνδυνος από την αυξημένη έκθεση της χώρας σε εξωγενείς, μη ελεγχόμενους παράγοντες, όπως οι διακυμάνσεις των διεθνών τιμών αερίου. Πέραν των ανωτέρω οι λιγνιτοφόρες περιοχές, Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη, τίθενται αντιμέτωπες με το φάσμα της φτώχειας, της ανεργίας, με την απότομη απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας και τον κίνδυνο της ερήμωσης.
Αν, κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών χωρών, προχωρήσουμε σε σταδιακή απολιγνιτοποίηση, αντικατάσταση της λιγνιτικής παραγωγής από ΑΠΕ χωρίς τη μεσολάβηση του φυσικού αερίου, σε συνάρτηση με την πρόοδο των τεχνολογιών αποθήκευσης, πράγμα που μεταφράζεται σε βραδύτερη απόσυρση λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2030, και διατήρηση έκτοτε των τριών πλέον σύγχρονων μονάδων της ΔΕΗ, τα ανωτέρω προβλήματα εξαλείφονται, χωρίς να διακυβεύεται η επίτευξη των στόχων της κλιματικής ουδετερότητας.
Με λήψη συγκεκριμένων διαρθρωτικών μέτρων, εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών λιγνιτικής εκμετάλλευσης, και προηγμένων συστημάτων αντιστάθμισης κινδύνου για την προμήθεια δικαιωμάτων CO2, το λειτουργικό κόστος μονάδων όπως η Πτολεμαΐδα 5, η πιο σύγχρονη λιγνιτική μονάδα στην Ευρώπη, και η Μελίτη στη Φλώρινα θα είναι μικρότερο κατά 15-25 % σε σχέση με αυτό των μονάδων αερίου. Με όρους αγοράς θα παράγουν με την πλήρη διαθεσιμότητά τους. Ακόμη και ο Αγ. Δημήτριος 5 θα έχει κόστος συγκρίσιμο και θα λειτουργεί επίσης με όρους αγοράς στο 30% της παραγωγικής του ικανότητας παρέχοντας παράλληλα τηλεθέρμανση στην Κοζάνη. Ετσι, το 2030 η λιγνιτική παραγωγή θα είναι 12,5% της συνολικής, όταν το 2011 ήταν πάνω από 50%, και η Ε.Ε. είχε αποδεχθεί τον στόχο του 17% του προηγούμενου ΕΣΕΚ στις αρχές του 2019.
Με αυτή τη λιγνιτική παραγωγή το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας θα έχει ετήσιο όφελος πλέον των 340 εκατ. ευρώ λόγω της μείωσης των εισαγωγών αερίου, η δε ετήσια δαπάνη παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας θα είναι μειωμένη κατά 90 εκατ. ευρώ τουλάχιστον. Η έκθεση της χώρας στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου θα περιοριστεί. Η ενεργειακή εξάρτηση, η οποία σήμερα ανέρχεται σε 78% θα μειωθεί σε 67% (στόχος του ΕΣΕΚ είναι 71%). Οι κίνδυνοι ασφάλειας εφοδιασμού ελαχιστοποιούνται. Οι εκπομπές ΑτΘ σε σχέση με το 2005 θα μειωθούν κατά 68,5%, επίδοση που υπερβαίνει κατά 25% και πλέον τους στόχους της Ε.Ε. Η βιομηχανία θα έχει καθοριστικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητα και την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων οφέλη. Λόγω της αντιστάθμισης του CO2, που δικαιούνται συγκεκριμένοι κλάδοι, με προμήθεια από λιγνιτική παραγωγή μέσω διμερών συμβολαίων, η ενέργεια θα κοστίζει λιγότερο κατά 25-30% σε σχέση με την παραγόμενη από αέριο.
Τέλος, στη Δυτική Μακεδονία διατηρούνται μετά το 2030 3.000 άμεσες θέσεις εργασίας (μέχρι το 2030 μαζί με τη Μεγαλόπολη περίπου 4.500) και πολλαπλάσιες έμμεσες. Αντί της διαρροής στο εξωτερικό 340 εκατ. ευρώ για αγορές φυσικού αερίου, θα διατίθενται στη Δυτική Μακεδονία (μισθοί, εργολαβίες, ειδικό τέλος λιγνίτη κ.λπ.) ετήσια από το 2030 και εξής πλέον των 160 εκατ. ευρώ. Η μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο θα γίνει ομαλά, χωρίς τις καταστροφικές επιπτώσεις από τον «ξαφνικό θάνατο» του λιγνίτη.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, προκύπτουσα από συγκεκριμένη μελέτη με βάση τα επίσημα στοιχεία και προβλέψεις. Υπάρχει ακόμη καιρός να επανεξεταστούν οι επιλογές.
*τέως πρόεδρος της ΔΕΗ
**πρώτη δημοσίευση: www.kathimerini.gr