του Mark Dwortzan*
Μια μεγάλη πρόκληση για την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, ώστε να διατηρηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, είναι να μειωθεί κατά πολύ το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και άλλες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που παράγονται από βιομηχανίες έντασης ενέργειας. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας- οι βιομηχανίες τσιμέντου, σιδήρου, χάλυβα και χημικών ουσιών αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% των παγκόσμιων εκπομπών CO2. Οι εκπομπές από αυτές τις βιομηχανίες είναι πολύ δύσκολο να μειωθούν επειδή, εκτός από τις εκπομπές που σχετίζονται με τη χρήση ενέργειας, ένα σημαντικό μέρος των βιομηχανικών εκπομπών προέρχονται από τις παραγωγικές τους διαδικασίες.
Για παράδειγμα, στις τσιμεντοβιομηχανίες περίπου οι μισές εκπομπές προκαλούνται καθώς «σπάει» ο ασβεστόλιθος σε ασβέστη και CO2. Ενώ μια στροφή προς τις πηγές ενέργειας μηδενικού άνθρακα (όπως η ηλιακή ή αιολική ενέργεια) θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές CO2, καθώς δεν μπορούν να βρεθούν εύκολα υποκατάστατα για τις βιομηχανικές διεργασίες που προκαλούν έντονες εκπομπές.
Αξιοποίηση της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS)
Αυτή η τεχνολογία, η οποία αποτρέπει την απελευθέρωση στην ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα, ενώ έχει τη δυνατότητα δέσμευσης και αποθήκευσης του CO2 σε ποσοστά 90-99% - συμπεριλαμβάνει τόσο τις διαδικασίες παραγωγής άνθρακα, όσο και την απελευθέρωση εκπομπών. Και αυτό εγείρει το ερώτημα: Μπορεί η τεχνολογία CCS από μόνη της να επιτρέψει στις βιομηχανίες να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, εξαλείφοντας σχεδόν το σύνολο των εκπομπών CO2 που απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα;
Η απάντηση είναι «ναι», σύμφωνα με μια νέα μελέτη του περιοδικού «Applied Energy» από ερευνητές των: «MIT Joint Program on the Science and Policy of Global Change», «MIT Energy Initiative» και «ExxonMobil».
Αξιοποιώντας το μοντέλο MIT Economic Projection and Policy Analysis (EPPA) που αντιπροσωπεύει διαφορετικές βιομηχανικές επιλογές τεχνολογιών CCS και υποθέτοντας ότι το CCS είναι η μόνη λύση για τον μετριασμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από βιομηχανίες, η μελέτη αξιολογεί τις μακροπρόθεσμες οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ανάπτυξης των τεχνολογιών CCS στο πλαίσιο μιας πολιτικής για το κλίμα με στόχο τον έλεγχο της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας της Γης βάσει της ευρωπαϊκής πολιτικής 2C.
Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι η μη χρήση της CCS από τις βιομηχανίες, το παγκόσμιο κόστος εφαρμογής της πολιτικής 2 C θα είναι υψηλότερο κατά 12% για το 2075 και 71% για το 2100, σε σχέση με το κόστος από την αξιοποίηση της CCS. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η CCS επιτρέπει τη συνεχή ανάπτυξη της παραγωγής και κατανάλωσης ενεργοβόρων αγαθών, ενώ μειώνονται δραματικά οι εκπομπές CO2 που παράγουν οι βιομηχανίες. Φαίνεται ότι καθώς η τεχνολογία CCS για τις βιομηχανίες κερδίζει έδαφος, έρχεται η παγκόσμια ανάπτυξη- και εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών (κυρίως στην Κίνα, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες) για τις βιομηχανίες του τσιμέντου, του σιδήρου, του χάλυβα και των χημικών ουσιών.
«Επειδή μπορεί να επιφέρει σημαντικές μειώσεις των βιομηχανικών εκπομπών, η τεχνολογία CCS είναι μια σημαντική λύση για τον μετριασμό στα πλαίσια μιας επιτυχημένης εφαρμογής πολιτικών βάσει των μακροπρόθεσμων κλιματικών στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού», αναφέρει ο Sergey Paltsev- επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής διευθυντής στο Κοινό πρόγραμμα MIT και ανώτερος ερευνητικός επιστήμονας στην ενεργειακή πρωτοβουλία MIT. «Καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται, η προσέγγισή μας δείχνει στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων τον δρόμο για τον σχεδιασμό της αυξημένης χρήσης της τεχνολογίας CCS από βιομηχανίες και περιοχές.»
Αλλά τέτοιες αλλαγές δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς συνεχή χρηματοδότηση.
«Σε περίπτωση που γίνουν αντιληπτές οι δυνατότητες της CCS για την ανάπτυξη των ενεργοβόρων βιομηχανιών, απαιτείται η μακροχρόνια στήριξη από τις κυβερνητικές πολιτικές», σύμφωνα με τον Howard Herzog- συγγραφέας της μελέτης και ανώτερος μηχανικός έρευνας στην πρωτοβουλία MIT.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι προηγμένες τεχνολογίες CCS, όπως οι κρυογονικές διαδικασίες για τη δέσμευση άνθρακα (κατά την οποία το παραγόμενο CO2 ψύχεται και μετατρέπεται σε στερεά μορφή, χρησιμοποιώντας πολύ λιγότερη ενέργεια σε σχέση με τις συμβατικές τεχνολογίες CCS που λειτουργούν με βάση τον άνθρακα και το αέριο), θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αύξηση της χρήσης της CCS στις λειτουργίες των βιομηχανιών με επιπλέον κόστη παραγωγής και μείωση των εκπομπών.
Η μελέτη υποστηρίχθηκε από χορηγούς του προγράμματος MIT και από την ExxonMobil- μέσω της συμμετοχής στην ενεργειακή πρωτοβουλία MIT.
*Υπεύθυνος Επικοινωνίας, MIT Center for Global Change Science
**πρώτη δημοσίευση: www.weforum.org