των Florence Jaumotte και Gregor Schwerhoff*
Η δράση για το κλίμα αποκτά μιαν άλλη δυναμική. Με την έγκριση της Συμφωνίας του Παρισιού το 2015, οι χώρες έχουν εντείνει τις δράσεις τους για το κλίμα και πολλές έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050. Αυτό σημαίνει ότι τυχόν επιπλέον εκπομπές θα αντισταθμιστούν από τη μείωση των εκπομπών άνθρακα προς την ατμόσφαιρα.
Παρόλα αυτά, ο «προϋπολογισμός άνθρακα» (το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό εκπομπών) για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε βαθμούς κάτω από τους 2°C εξαντλείται με γρήγορους ρυθμούς. Οι πιο συχνές και μεγάλες καταστροφές, από την μείωση της γεωργικής παραγωγικότητας και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, θα γίνουν πιο συχνές σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αυτός ο σημαντικός στόχος.
Σε πρόσφατη μελέτη για την κλιματική πολιτική της G20, περιγράφονται λεπτομερώς σχετικές πολιτικές και, κυρίως, το ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται για τα επόμενα 5 έως 10 χρόνια προκειμένου να επιτύχουμε καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050 με τρόπο ευνοϊκό προς την ανάπτυξη. Η στρατηγική βασίζεται σε τρία στοιχεία: τιμολόγηση άνθρακα, ένα πράσινο επενδυτικό σχέδιο και μέτρα με στόχο τη δίκαιη μετάβαση.
Τιμολόγηση άνθρακα: Η τιμολόγηση του άνθρακα, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή «φόρου του άνθρακα» ή συστημάτων εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (ή αντίστοιχα μέτρα- όπως κανονισμοί σε τομεακό επίπεδο), είναι βασικά στοιχεία της στρατηγικής για την απαλλαγή από τον άνθρακα. Οι πράσινες επενδύσεις και η υποστήριξη της Έρευνας και Ανάπτυξης δεν μπορούν μόνες τους να είναι αρκετές για να επιτευχθούν καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι τα μέσα του αιώνα. Με την αύξηση του κόστους της ενέργειας υψηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα, η τιμολόγηση του άνθρακα δίνει κίνητρο για στροφή προς καθαρότερη ενέργεια και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Αντιθέτως, αυξάνοντας μόνο την προσφορά καθαρών πηγών ενέργειας χωρίς την αντίστοιχη μείωση του κόστους της ενέργειας, δεν ενθαρρύνεται τόσο η ενεργειακή απόδοση- καθιστώντας, έτσι, δυσκολότερη την επίτευξη του στόχου για καθαρές μηδενικές εκπομπές.
Η σχετική μελέτη δείχνει ότι η καθυστέρηση της ανάληψης δράσης για την τιμολόγηση του άνθρακα στο διάστημα 10 χρόνων πιθανότατα θα είχε ως αποτέλεσμα την μη επίτευξη του στόχου για μηδενικές εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050, καθώς οι τιμές που θα απαιτούνταν τότε για την επίτευξη αυτών των στόχων θα φαίνονταν μη βιώσιμες. Μια τέτοια καθυστέρηση αναφορικά με την τιμολόγηση του άνθρακα, θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση των θερμοκρασιών και να επιφέρει μη αναστρέψιμη ζημιά για το κλίμα και την οικονομία. Μια συμφωνία για ελάχιστες τιμές άνθρακα μεταξύ των βασικών χωρών με εκπομπές, με διαφοροποιημένες τιμές ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης (όπως προτάθηκε πρόσφατα από το ΔΝΤ), θα μπορούσε να διευκολύνει τις διαδικασίες για την τιμολόγηση του άνθρακα- δίνοντας λύση στις ανησυχίες ότι η μονομερής δράση θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες ανταγωνιστικότητας για τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ενέργεια και που σχετίζονται με το εμπόριο, μετατοπίζοντας την παραγωγή τους σε χώρες με χαμηλότερες τιμές.
Πράσινες επενδύσεις: Οι πράσινες επενδύσεις είναι ζωτικής σημασίας για να καταστεί δυνατή η μετάβαση σε οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και να υποστηριχθεί η τιμολόγηση του άνθρακα. Ο ριζικός μετασχηματισμός του ενεργειακού μας συστήματος θα απαιτήσει αύξηση των επενδύσεων για τη χρηματοδότηση της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και αύξηση επενδύσεων για έξυπνα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, μέτρα ενεργειακής απόδοσης και για ηλεκτροδότηση σε τομείς όπως οι μεταφορές, τα κτίρια και η βιομηχανία. Θα χρειαστούν μεγάλες επενδύσεις για τη μετάβαση. Για παράδειγμα, ένα άτομο που θέλει να αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο μπορεί να είναι πιο πρόθυμο να αγοράσει ένα όχημα με μπαταρία και όχι βενζινοκίνητο εάν οι σταθμοί φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων είναι ευρύτερα διαθέσιμοι. Η επένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη είναι επίσης πολύ σημαντική- θα χρειαστεί περαιτέρω τεχνολογική πρόοδος σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα για να καταστεί εφικτή η μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα.
Σε πολλούς τομείς, ενώ η μείωση των εκπομπών μπορεί να συνοδεύεται από υψηλότερες επενδύσεις που σχετίζονται με τη δημιουργία νέων υποδομών, φέρνει χαμηλότερο επαναλαμβανόμενο κόστος λόγω της μείωσης της κατανάλωσης καυσίμου. Η εγκατάσταση, για παράδειγμα, ηλιακών συλλεκτών για την τροφοδοσία μιας αντλίας νερού για μια αγροτική περιοχή συνεπάγεται ένα επιπλέον κόστος αρχικά, αλλά η ενέργεια του ήλιου είναι δωρεάν. Το ίδιο ισχύει και με τις επενδύσεις για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Επομένως, η επένδυση έχει σχήμα καμπύλης με αύξηση στα επόμενα 20 χρόνια και με αντιστροφή της καμπύλης στη συνέχεια.
Εκτιμάται ότι χρειάζονται επιπλέον 6 έως 10 τρισεκατομμύρια δολάρια σε διεθνείς επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) μέσα στην επόμενη δεκαετία για να περιοριστεί η κλιματική αλλαγή. Αυτό ανέρχεται στο 6-10% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, περίπου το 30% των πρόσθετων επενδύσεων (κατά μέσο όρο) παγκοσμίως αναμένεται να προέλθει από δημόσιες χρηματοδοτήσεις- αντιπροσωπεύοντας το 2-3% του ετήσιου ΑΕΠ για τη χρονική περίοδο 2021- 2030. Το υπόλοιπο 70% θα προέρχεται από ιδιωτικές επενδύσεις.
Όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, τα δημοσιονομικά πακέτα από τις κυβερνήσεις για την υποστήριξη της ανάκαμψης από την πανδημία του COVID-19 είναι μια μεγάλη επενδυτική ευκαιρία για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Και όταν επιτύχουμε την ανάκαμψη, οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να προχωρήσουν σε ένα πιο ολοκληρωμένο σύστημα προϋπολογισμού για την πράσινη μετάβαση- εξετάζοντας όλα τα κίνητρα που προσφέρουν οι προϋπολογισμοί, και βοηθώντας την ευθυγράμμιση των προϋπολογισμών με τις εθνικά καθορισμένες συνεισφορές (NDC) και τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού.
Οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων βελτιώνοντας το επενδυτικό περιβάλλον, συμβάλλοντας στη δημιουργία αγωγών έργων και χρησιμοποιώντας αποτελεσματικά τη διεθνή δημόσια χρηματοδότηση για να μειώσουν τους κινδύνους και το υψηλό κόστος κεφαλαίου (το τελευταίο, ειδικά στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες). Οι πολιτικές χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως η απαίτηση γνωστοποίησης κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και η καθιέρωση ενός συστήματος ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων, θα ήταν επίσης ζωτικής σημασίας για τη χρηματοδότηση βιώσιμων επενδύσεων.
Δίκαιη μετάβαση: Μια δίκαιη μετάβαση έχει τόσο εθνική, όσο και διεθνή διάσταση. Στο εσωτερικό, οι κυβερνήσεις χρειάζονται μέτρα για να βοηθήσουν τα νοικοκυριά που ήδη αγωνίζονται να υποστηρίξουν οικονομικά τα έξοδα για τα είδη πρώτης ανάγκης και το υψηλότερο κόστος ενέργειας. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να επεκταθούν στους ανθρακωρύχους και σε άλλους εργαζόμενους που εξαρτώνται οικονομικά από τους τομείς με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα. Σε διεθνές επίπεδο, η οικονομική υποστήριξη θα είναι απαραίτητη για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες αναμένεται να έχουν τα μεγαλύτερα κόστη κατά τη μετάβαση, αλλά έχουν ελάχιστα μέσα να πληρώσουν για αυτήν.
Σημαντικές χώρες που παράγουν εκπομπές άνθρακα (όπως η Κίνα, η Ε.Ε., η Ιαπωνία, η Κορέα και οι ΗΠΑ) έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν μηδενικές εκπομπές μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αυτό θα μειώσει ένα μεγάλο μερίδιο των παγκόσμιων εκπομπών, αλλά θα προσφέρει επίσης λύσεις για να καταστεί η μετάβαση ευκολότερη και πιο προσιτή και για άλλες χώρες. Ωστόσο, χωρίς μια παγκόσμια πολιτική για το κλίμα, οι χώρες με χαμηλότερο αποτύπωμα άνθρακα ενδέχεται μελλοντικά να παράγουν περισσότερες εκπομπές, καθώς ο πληθυσμός και τα εισοδήματά τους θα αυξάνονται. Αυτές είναι και οι χώρες, που συχνά πλήττονται περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, για τις οποίες το κόστος μετάβασης είναι πιο δύσκολο να καλυφθεί λόγω των διαρκώς νέων ενεργειακών αναγκών και των πιο περιορισμένων πράσινων επενδύσεων.
Η χρηματοδότηση για το κλίμα (η χρηματοδότηση επενδύσεων που μειώνουν τις εκπομπές σε αναπτυσσόμενες οικονομίες) θα επιτρέψει στην παγκόσμια οικονομία να επιτύχει τον στόχο των μηδενικών εκπομπών. Πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι έτοιμες να υιοθετήσουν το πρότυπο νέας ικανότητας διανομής (NDC), εάν λάβουν χρηματοοικονομική υποστήριξη. Με δεδομένο ότι πολλές από τις ευκαιρίες με χαμηλό κόστος στον κόσμο παρουσιάζονται σε αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, είναι προς το παγκόσμιο συμφέρον να διασφαλιστεί ότι θα επιδιωχθούν.
*Επικεφαλής οικονομολόγος, Τμήμα ερευνών, ΔΝΤ και Οικονομολόγος, ΔΝΤ
**πρώτη δημοσίευση: www.weforum.org