του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο κ. Νταίηβιντ Κάμερον θα πρέπει να διδαχθεί πολλά πράγματα ακόμη, αν η χώρα του θέλει να παραμείνει ενεργό μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ). Κυρίως δε, θα τού είναι πολύ χρήσιμο να αφιερώσει, όπως και ο υπογράφων, κάποιους μήνες μελέτης της περίφημης «κοινοτικής μεθόδου» λήψεως αποφάσεων. Η αγγλιστί βιβλιογραφία στο θέμα αυτό είναι υπεράφθονη, αποκαλυπτική και βεβαίως πολλαπλώς χρήσιμη.
Με βάση τα παραπάνω και έχοντας ακριβώς 50 χρόνια ευρωπαϊκής εμπειρίας πίσω μας, είχαμε προβλέψει ότι ο Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και τέως πρόεδρος του EcoFin, ήταν ο καταλληλότερος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την κατάλληλη ώρα και, ως εκ τούτου, για συγκεκριμένους λόγους. Είχαμε επίσης εξηγήσει ότι στο τέλος της θητείας του σημερινού προέδρου, στα τέλη του 2019, η ΕΕ θα είναι πολύ πιο διαφορετική από την σημερινή. Σίγουρα θα πρόκειται δε για μία πιο ομοσπονδιακή Ευρώπη, παρά για διακυβερνητική, που είναι και το πάγιο βρεταννικό «όραμα».
Τούτων λεχθέντων, τα γεγονότα μάς επιβεβαιώνουν και το ίδιο θα συμβεί και με την συνέχειά τους.
Στην βάση της λογικής αυτής, η επικράτηση του Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ θα ήταν το απόλυτο παράδειγμα της περίφημης «κοινοτικής μεθόδου», εάν δεν έφερνε στο προσκήνιο το σημαντικό πλέον ρήγμα της ΕΕ με την Βρεταννία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η έκβαση της ευρω-βρεταννικής αντιπαραθέσεως γίνεται οιωνός για την πορεία που πρόκειται να ακολουθήσει η Ευρώπη, καθώς συνοδεύεται από ατζέντα πολιτικής την οποία εναποθέτουν οι «28» στον προαλειφόμενο για την Επιτροπή, που καθόρισε τα όρια και τις ισορροπίες μεταξύ κυβερνήσεων και Ευρωβουλής και απειλεί να βάλει το Λονδίνο σε διαφορετική ταχύτητα από τους υπόλοιπους –στην καλύτερη περίπτωση.
Ο 26 ηγέτες που τελικώς στήριξαν τον Γιούνκερ συμπαθούν σε πολύ διαφορετικό βαθμό τον Λουξεμβούργιο και την πολιτική του θέση. Ηγέτες όπως ο Σουηδός πρωθυπουργός Φρέντρικ Ράϊνφλεντ, ή ο Ολλανδός Μαρκ Ρούτε (που αρχικά ήταν αντίθετοι), είχαν επισημάνει εδώ και μέρες πως τα πρόσωπα είναι δευτερεύοντα και η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις πολιτικές που θα ακολουθήσει η ΕΕ.
Πίσω από την επικράτηση του Γιούνκερ φαίνεται να βρίσκεται μία άσκηση πολιτικής ισορροπίας από εκείνες που μόνον η περίπλοκη δυναμική στην ΕΕ μπορεί να δώσει: η ικανοποίηση εκείνων που όπως η Στοκχόλμη –ή ακόμα και η αντίθετη Βρεταννία– ζητούν να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, συνδυάζεται με το αίτημα όσων, όπως το Παρίσι και η Ρώμη, επιδιώκουν «μεγαλύτερη ευελιξία» στο δημοσιονομικό πλαίσιο. Οι παραχωρήσεις στους δε, που φάνηκαν με την επισήμανση για «ευελιξία προς όφελος της ανάπτυξης» ήταν εκείνο το μέρος του παζαριού που είχε διασφαλίσει την υποστήριξη και των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στον Γιούνκερ.
Απομένει τώρα να δούμε με ποιον τρόπο ο νέος πρόεδρος της Επιτροπής θα χειριστεί τις μεταρρυθμίσεις για μία πιο ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία, υπό καθεστώς τραπεζικής ένωσης και με την ανεργία να σπάει ρεκόρ στην ΕΕ.
Γι αυτό πιστεύουμε ότι στην παρούσα φάση είναι μάλλον ζήτημα ανάγνωσης το εάν η επιλογή Γιούνκερ αντιπροσωπεύει νίκη πνεύματος συναίνεσης και συνεννόησης, ή αναγκαστικό συμβιβασμό που αγνοεί τις πολιτικές διαφορές. Θα φανεί με το πώς θα ηγηθεί της Κομισιόν το εάν ο Γιούνκερ είναι όντως ένα λειτουργικό κοινό έδαφος ή ο άνθρωπος που απλά καλείται να ικανοποιήσει τους πάντες. Η μέχρι τώρα πορεία του, πάντως έχει αποδείξει πως δεν αρκείται στην θέση του απλού παρατηρητή.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Γιούνκερ θεωρείται κοινό έδαφος εκτός από μία πολύ κεντρική παράμετρο: τον αδιαμφισβήτητο ευρωπαϊκό του προσανατολισμό. Αυτός ο «ακραίος φεντεραλισμός» ήταν που ενοχλούσε το Λονδίνο και η επικράτησή του δείχνει ότι, από την νότια πλευρά της Μάγχης, ο ευρωπαϊσμός θεωρείται πλέον κοινός τόπος.
Στον άμεσο απόηχο της ηχηρής ήττας του Νταίηβιντ Κάμερον –την οποία ο ίδιος συνειδητά εκβίασε– φαίνεται ότι ίσως οι τελευταίες εξελίξεις θα θεωρηθούν, μετά από χρόνια, η πρώτη πράξη που θα οδηγήσει την Βρεταννία πιο μακρυά από τον πυρήνα της ΕΕ. Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι, στο πρόσωπο του νέου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα, και κυρίως ο σημερινός πρωθυπουργός της, έχουν έναν πολύ καλό φίλο, που θα πρέπει να στηρίξουν προς την κατεύθυνση της περισσότερης, και όχι λιγότερης, Ευρώπης