Αυτοί που κατηγορούν τον μεγάλο Αυστριακό οικονομολόγο και φιλόσοφο για την σημερινή κρίση και την «νεοφιλελεύθερη» διάστασή της, πολύ απλά είτε δεν έχουν διαβάσει ούτε μία αράδα από το έργο του, είτε εξαπατούν εαυτούς και αλλήλους για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο βομβαρδισμός είναι ανελέητος: «Καπιταλισμός της απληστίας», «Επιστροφή του Κέϋνς», «Κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού», «Οικονομία καζίνο», «Αδίστακτοι κερδοσκόποι». Αυτές είναι μερικές από τις εκφράσεις που κατά κόρον εκστομίζουν προς πάσα κατεύθυνση βαρύγδουποι οικονομολόγοι και τηλεοπτικοί αστέρες, κάποιοι από τους οποίους βάζουν επίσης σε εισαγωγικά απόψεις του Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς οι οποίες δεν υπάρχουν σε κανένα βιβλίο του! Πλην όμως, εξυπηρετούν τον ιερό σκοπό, που είναι η μετωπική επίθεση κατά της οικονομίας της αγοράς.
Με αφορμή έτσι αυτή την αντιφιλελεύθερη στην ουσία υστερία, αλλά και την επανέκδοση στην Ελλάδα του βιβλίου του «Ο Δρόμος προς την Δουλεία» (εκδ. Παπαδόπουλος), αποφασίσαμε να ξαναδιαβάσουμε κάποιες από τις απόψεις του Φρήντριχ Αουγκούστους φον Χάγιεκ (1899-1992), ενός από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους-οικονομολόγους του 20ου αιώνα, ο οποίος το 1974 είχε τιμηθεί και με το βραβείο Νομπέλ της Οικονομίας «για τις πρωτοποριακές εργασίες του στην θεωρία των νομισμάτων και των οικονομικών διακυμάνσεων, καθώς και για τις διαπεραστικές αναλύσεις του της αλληλεξάρτησης των οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών φαινομένων». Την εποχή εκείνη, η επιτροπή του βραβείου Νομπέλ της Οικονομίας χαιρέτισε την βαθειά αναλυτική ικανότητα του Φ.Α.Χάγιεκ «ο οποίος, με τις εργασίες του απεδείκνυε πως η νομισματική επέκταση, όταν συνοδεύεται από πιστώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ την θεληματική αποταμίευση, οδηγεί σε κάκιστη χρησιμοποίηση των πόρων, που με την σειρά της πλήττει σοβαρά την δομή του κεφαλαίου».
Με άλλα λόγια, ο μεγάλος φιλόσοφος και οικονομολόγος –που είχε διατυπώσει τις πιο πάνω απόψεις στο βιβλίο του «The Pure Theory of Capital» (1941)– ανέπτυσσε την θεωρία της αυστριακής οικονομικής σχολής σκέψεως, σύμφωνα με την οποίαν η οικονομική κρίση προκαλείται από μία επεκτατική νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας, η οποία νοθεύει το σύστημα των σχετικών τιμών στην δομή της παραγωγής. Έτσι, οι πιστωτικές καταχρήσεις αναπτύσσουν καθ’ υπερβολήν τους ορόφους αυτής της δομής που είναι οι περισσότερο απομακρυσμένοι από την τελική κατανάλωση, όπου στην συνέχεια οι αυξήσεις των τιμών αποκαλύπτουν ότι οι επενδύσεις δεν ήσαν αποδοτικές. Υπό παρόμοιες συνθήκες, μία εξισορροπητική πολιτική θα έπρεπε να επιτρέψει στις τιμές να πέσουν σε επίπεδα ισορροπίας, εγκαταλείποντας τις πιστωτικές καταχρήσεις και –σε αντίθεση με τον Κέϋνς– ενθαρρύνοντας την αποταμίευση για να μειωθεί το ταχύτερον η παρέκκλιση μεταξύ της επενδύσεως και της χρηματοδοτήσεώς της, όπως αυτή απεκαλύφθη από την κρίση.
Αυτά έγραφε πριν 72 ακριβώς χρόνια ο Φ.Α.Χάγιεκ και το 2007 οι απόψεις του επιβεβαιώθηκαν μέχρι κεραίας, με τον πλέον δραματικό τρόπο. Διότι, γι αυτά που σήμερα πολλοί οικονομολόγοι κατηγορούν την οικονομία της αγοράς, που ουδέποτε υπήρξε σε γνήσια μορφή στην ανθρώπινη ιστορία, στην ουσία είναι μια βαθειά κρίση του κεϋνσιανού νομισματικού μοντέλου, το οποίο, μέσα από την νομισματική και πιστωτική επέκτασή του, κυρίως στις ΗΠΑ, αποσταθεροποίησε το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Έτσι, αν ζούσε σήμερα ο Χάγιεκ, σίγουρα θα έγραφε ότι ο κρατικός παρεμβατισμός στα νομισματικά και χρηματοοικονομικά συστήματα δημιούργησε σε παγκόσμιο επίπεδο τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες για πληθωριστικές ή νομισματικές κρίσεις που κατεγράφησαν ποτέ στην ανθρώπινη οικονομική ιστορία. Διότι, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος τους, οι κεντρικές τράπεζες συνιστούν ένα δημοσίου χαρακτήρος νομισματικό μονοπώλιο, το οποίο συνδέεται άμεσα και στενά με την πολιτική εξουσία.
Αυτό ακριβώς συνέβη στις ΗΠΑ, όπου η περίφημη Fed –δηλαδή, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα– μέσω δύο ημικρατικών στεγαστικών τραπεζών δημιούργησε, αφ’ ενός, τις συνθήκες για μία πρωτοφανή παγκόσμια χρηματοοικονομική μόχλευση και, αφ’ ετέρου, τροφοδότησε και την περίφημη αμερικανική στεγαστική φούσκα.
Στο βιβλίο του «Ο Δρόμος προς την Δουλεία» (1944) –το μοναδικό που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην Ελλάδα, το 1983, με πρωτοβουλία του τότε ιδρυτή του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Επιμόρφωσης Τιμ. Λούη– ο Χάγιεκ επισημαίνει τα εξής ενδιαφέροντα στην σχέση πολιτικής εξουσίας και νομισματικής πολιτικής: Εξηγεί ότι στις κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες η πολιτική δικτατορία είναι αναπόφευκτη, διότι το πολιτικο-κομματικό κράτος πρέπει απαραιτήτως να επεμβαίνει σε αυτά που κάνουμε, σε αυτά που μας αρέσουν και σε αυτά που βιώνουμε. Είναι έτσι αυτονόητο ότι ο οικονομικός έλεγχος του κράτους συνεπάγεται και τον πολιτικό έλεγχο της ατομικής ζωής, με αποτέλεσμα η όποια πολιτική αντίθεση να είναι αδιανόητη χωρίς την έγκριση της κρατικής εξουσίας.
Ακόμα, όμως, έγραψε ο Αυστριακός φιλόσοφος-οικονομολόγος, όταν τα κράτος επεμβαίνει μερικώς στην οικονομία, στο όνομα του «δημοσίου συμφέροντος», γίνεται αναπόφευκτη η διαφθορά αυτών που ασκούν την εξουσία. Διότι, απλώς, οι γραφειοκρατικές εξουσίες δεν προσελκύουν ανθρώπους αγγελικά πλασμένους. Προσελκύουν άτομα που κατά κανόνα θέλουν να εξουσιάζουν τις ζωές των άλλων. Γι αυτό στις επιλογές τους προτεραιότητα έχουν πάντα οι φίλοι τους. Διψούν για εξουσία. Πρόκειται για το φαινόμενο του πελατειακού καπιταλισμού, που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον πραγματικό καπιταλισμό. Κατά τον Φ.Α. Χάγιεκ, στον πελατειακό καπιταλισμό η τάξη αναδύεται μόνον από πάνω προς τα κάτω και όχι από κάτω προς τα πάνω. Έτσι, η πολιτική εξουσία έχει τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο της διαθέσεως των πόρων, γεγονός που πλήττει άμεσα τις δυνατότητες ελεύθερων ατομικών αποφάσεων. Ακόμα χειρότερα, εμποδίζεται η ελεύθερη επιλογή και η δυνατότητα συνεργασιών εν ελευθερία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαιτέρως η μεγάλη σημασία που δίνει ο Χάγιεκ στον ανταγωνισμό και την συμβολή του τελευταίου στην πρόοδο. Τον θεωρεί κινητήρια οικονομική και κοινωνική δύναμη, ικανή να προκαλεί ανατροπές και μετασχηματισμούς –γι αυτό και βάλλουν εναντίον του τα οργανωμένα συμφέροντα και γενικά όλοι αυτοί οι φορείς που έλκονται από το μονοπώλιο της εξουσίας. Αυτό το τελευταίο, εξάλλου, είναι και ο ύπατος στόχος των ανθρώπων του ολοκληρωτισμού, που «οραματίζονται» κοινωνίες ομοιογενείς και αγελοποιημένες.
«Τα ποικίλα είδη κολεκτιβισμού, κομμουνισμού, φασισμού κ.ο.κ.», γράφει ο συγγραφέας (σελ. 121), «διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την φύση του στόχου προς τον οποίο θέλουν να κατευθύνουν τις προσπάθειες της κοινωνίας. Όλοι τους όμως διαφέρουν από τον φιλελευθερισμό και τον ατομικισμό, καθόσον θέλουν να οργανώσουν το σύνολο της κοινωνίας και όλους τους πόρους της γι αυτό τον συγκεντρωτικό σκοπό και καθόσον αρνούνται να αναγνωρίσουν αυτόνομες σφαίρες στις οποίες υπερτερούν οι σκοποί των ατόμων. Εν ολίγοις, είναι ολοκληρωτικοί με την αληθινή σημασία αυτής της νέας λέξης που έχουμε υιοθετήσει για να περιγράψουμε τις απροσδόκητες, αλλά μολοντούτο αδιαχώριστες, εκφάνσεις αυτού που στην θεωρία ονομάζουμε κολεκτιβισμό.
»Ο «κοινωνικός στόχος» ή ο «κοινός σκοπός» για τον οποίο πρέπει να οργανωθεί η κοινωνία, συνήθως περιγράφεται αόριστα ως το «κοινό καλό», η «γενική ευημερία», ή το «γενικό συμφέρον». Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να δει κανείς ότι οι όροι αυτοί δεν έχουν επαρκώς ορισμένο νόημα ώστε να καθορίσουν μία συγκεκριμένη πορεία δράσης. Η ευημερία και η ευτυχία εκατομμυρίων δεν μπορεί να μετρηθεί σε μία μόνον κλίμακα του λιγότερο ή του περισσότερο. Η ευημερία ενός λαού, όπως και η ευτυχία ενός ανθρώπου, εξαρτώνται από πολλά πράγματα που μπορούν να παρασχεθούν με άπειρη ποικιλία συνδυασμών. Δεν μπορούν να εκφραστούν επαρκώς ως ένας μοναδικός σκοπός, αλλά μόνον ως μια ιεραρχία σκοπών, μια διεξοδική κλίμακα αξιών στην οποία κάθε ανάγκη κάθε ανθρώπου βρίσκει την θέση της. Το να καθοδηγούνται όλες μας οι δραστηριότητες σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο προϋποθέτει ότι καθεμία από τις ανάγκες μας βρίσκει την θέση της σε μια τάξη αξιών που πρέπει να είναι αρκετά πλήρης, ώστε να μάς επιτρέπει να αποφασίζουμε ανάμεσα σε όλες τις διαφορετικές λύσεις από τις οποίες καλείται να επιλέξει ο σχεδιαστής. Προϋποθέτει, εν ολίγοις, την ύπαρξη ενός πλήρους, ηθικού κώδικα στον οποίο όλες οι διαφορετικές ανθρώπινες αξίες τοποθετούνται στην θέση που τους αρμόζει».
Όμως, η ύπαρξη ενός τέτοιου κώδικα σημαίνει πλήρη ανατροπή της σφαίρας μέσα στην οποία το άτομο μπορεί να συμπεριφέρεται όπως τού αρέσει. Σημαίνει επίσης κατάργηση της άπειρης ποικιλίας των διαφορετικών αναγκών όλων των διαφορετικών ανθρώπων οι οποίοι ανταγωνίζονται για τους διαθέσιμους πόρους που ικανοποιούν διαφορετικές ανάγκες τους. Άρα, η κατάργηση της διαφορετικότητας είναι κορυφαίος στόχος κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος, ακόμα και αν αυτό επικαλείται την δημοκρατία.
Για να παραχθεί το ίδιο αποτέλεσμα για διαφορετικούς ανθρώπους, γράφει ο Φ.Α. Χάγιεκ (σελ. 151), είναι αναγκαίο αυτοί να αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Το να δίνονται σε διαφορετικούς ανθρώπους οι ίδιες αντικειμενικές ευκαιρίες δεν σημαίνει να τους δίδονται οι ίδιες υποκειμενικές δυνατότητες. Είναι σαφές ότι με την αναφορά του αυτή ο Αυστριακός φιλόσοφος θέτει το θέμα σχεδιασμού και ατομικής ελευθερίας, με την ιστορική εξέλιξη να επιβεβαιώνει την θέση του ότι ο κεϋνσιανός σχεδιασμός μόνον στη φτώχεια, στην βία και στην καταστροφή μπορεί να οδηγήσει –και αυτό απεδείχθη όταν ο συγγραφέας ήταν ακόμα εν ζωή.
Η διεθνής τάξη
Εντυπωσιακό και επίκαιρο στο βιβλίο είναι και το κεφάλαιο (σελ. 333) για τις προοπτικές της διεθνούς τάξεως, στο οποίο, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας γράφει και τα εξής αποκαλυπτικά: «Αν χρησιμοποιηθεί με σύνεση, η ομοσπονδιακή αρχή οργάνωσης μπορεί πράγματι να αποδειχθεί η καλύτερη λύση για κάποια από τα δυσκολότερα προβλήματα του κόσμου. Όμως, η εφαρμογή της είναι ένα καθήκον τεράστιας δυσκολίας και δεν είναι πιθανό να τα καταφέρουμε αν, σε μία υπερφιλόδοξη απόπειρα, το εξωθήσουμε στα άκρα. Θα είναι πιθανότητα ισχυρή η τάση να καταστεί οποιαδήποτε νέα διεθνής οργάνωση πανπεριεκτική και παγκόσμια• και θα είναι, ασφαλώς, επιτακτική η ανάγκη για κάποια τέτοια ευρύτατη οργάνωση, για μια νέα Κοινωνία των Εθνών. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι, αν στην προσπάθειά μας να βασιστούμε αποκλειστικά σε αυτή την νέα οργάνωση, την επιφορτίσουμε με όλες τις αρμοδιότητες που μοιάζει επιθυμητό να έχει μία διεθνής οργάνωση, αυτές στην πραγματικότητα δεν θα εκπληρωθούν επαρκώς…». Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζουμε ότι ο Χάγιεκ είχε ταχθεί υπέρ της ένωσης της φιλελεύθερης Ευρώπης, δίνοντας όμως έμφαση στον διακυβερνητικό και όχι ομοσπονδιακό χαρακτήρα της.
Επίκαιρες επίσης για την σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν, και είναι βέβαια, οι απόψεις του Αυστριακού φιλοσόφου και για το κράτος δικαίου, γύρω από το οποίο πολύς λόγος γίνεται εσχάτως (σελ. 153):
«Για να είναι αποτελεσματικό το κράτος δικαίου, είναι σημαντικότερο να υπάρχει ένας κανόνας που εφαρμόζεται πάντα, χωρίς εξαιρέσεις, παρά το ποιόν αυτού του κανόνα. Συχνά, το περιεχόμενο του κανόνα έχει πράγματι ελάσσονα σημασία αν ο ίδιος ο κανόνας ισχύει για όλους. Για να επιστρέψουμε σε ένα προηγούμενο παράδειγμα: δεν έχει σημασία αν οδηγούμε στην αριστερή ή στην δεξιά πλευρά του δρόμου, αρκεί να κάνουμε όλοι το ίδιο. Το σημαντικό είναι ότι ο κανόνας μάς επιτρέπει να προβλέπουμε ορθά την συμπεριφορά των άλλων και αυτό προϋποθέτει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις –έστω και αν σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση τον θεωρούμε άδικο.
»Η σύγκρουση ανάμεσα σε τυπική δικαιοσύνη και τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου, αφ’ ενός, και στις απόπειρες υλοποίησης ποικίλων ιδεωδών ουσιαστικής δικαιοσύνης και ισότητας, αφ’ ετέρου, εξηγεί επίσης την ευρέως διαδεδομένη σύγχυση σχετικά με την έννοια του «προνομίου» και την συνακόλουθη κατάχρηση της τελευταίας. Θα αναφέρουμε μόνο το σημαντικότερο παράδειγμα τέτοιας κατάχρησης –την εφαρμογή του όρου «προνόμιο» στην ιδιοκτησία ως τέτοια. Θα ήταν πράγματι προνόμιο αν, για παράδειγμα, όπως συνέβαινε μερικές φορές στο παρελθόν, η έγγεια ιδιοκτησία περιοριζόταν αποκλειστικά σε μέλη της αριστοκρατίας. Και είναι προνόμιο αν, όπως συμβαίνει στην εποχή μας, το δικαίωμα παραγωγής ή πώλησης συγκεκριμένων πραγμάτων περιορίζεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένους ανθρώπους που καθορίζονται από τις αρχές. Αλλά το να αποκαλούμε προνόμιο την ιδιοκτησία ως τέτοια, την οποία όλοι μπορούν να αποκτήσουν υπό τους ίδιους κανόνες, επειδή μόνο μερικοί καταφέρνουν όντως να την αποκτήσουν, στερεί από την λέξη «προνόμιο» την σημασία της.
»Ο απρόβλεπτος χαρακτήρας των συγκεκριμένων συνεπειών, που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των τυπικών νόμων ενός φιλελεύθερου συστήματος, είναι επίσης σημαντικός επειδή μάς βοηθά να διαλύσουμε άλλη μία σύγχυση σχετικά με τη φύση του συστήματος αυτού: την πεποίθηση ότι η χαρακτηριστική του στάση είναι η αδράνεια του κράτους. Το ερώτημα αν πρέπει ή όχι το κράτος να «δρα» ή να «παρεισφρέει» θέτει ένα εντελώς ψευδές δίλημμα και ο όρος laissez faire είναι μία άκρως αμφίσημη και παραπλανητική περιγραφή των αρχών στις οποίες βασίζεται μία φιλελεύθερη πολιτική. Βεβαίως, κάθε κράτος πρέπει να δρα και κάθε ενέργεια του κράτους παρεισφρέει στο ένα ή στο άλλο. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Το σημαντικό ερώτημα εδώ είναι αν, αφ’ ενός, το άτομο μπορεί να προβλέπει την δράση του κράτους και να χρησιμοποιεί την γνώση του ως δεδομένο κατά την διαμόρφωση των σχεδίων του, με αποτέλεσμα το κράτος να μην μπορεί να ελέγχει την χρήση του μηχανισμού του και το άτομο να ξέρει επακριβώς κατά πόσο θα είναι προστατευμένο από την παρείσφρηση των άλλων, ή αν, αφ’ ετέρου, το κράτος είναι σε θέση να ματαιώνει τις ατομικές προσπάθειες. Το να ελέγχει το κράτος τα μέτρα και τα σταθμά (ή ό,τι εμποδίζει τον δόλο και την απάτη με οποιονδήποτε άλλο τρόπο) συνιστά ασφαλώς δράση, ενώ το να επιτρέπει το κράτος την χρήση βίας –από διαδηλωτές απεργούς, για παράδειγμα– συνιστά αδράνεια».
Αυτά τα εντυπωσιακά έγραφε ο νομπελίστας οικονομολόγος πριν 70 χρόνια και ποιος μπορεί να αμφιβάλλει για την διαπεραστικότητα της σκέψης του και την απόλυτη διαύγειά της. Πιθανότατα δε η διαύγεια και η διεισδυτικότητα να συνιστούν δύο κορυφαίες ιδιότητες της φιλελεύθερης σκέψης που την διαφοροποιούν από τις διάφορες «σωτηριολογικές» θεωρήσεις κάποιων «επαναστατών-σωτήρων».
Υπό αυτή την έννοια, ο Χάγιεκ, όταν έγραφε το βιβλίο που παρουσιάζουμε, δεν έκρυβε την έκπληξή του για όλους αυτούς που είχαν ξεχάσει ότι ο σοσιαλισμός είχε οικοδομηθεί ως αντίπαλος του φιλελευθερισμού από την αρχή της Γαλλικής Επανάστασης και οι θεωρητικοί του, την εποχή εκείνη, πίστευαν ότι η ελευθερία της σκέψης στην ουσία αποτελεί πηγή δεινών. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός, υπό την επίδραση ισχυρών δημοκρατικών ρευμάτων, από τα μέσα του 1800 άρχισε να εξελίσσεται προς τις αποκαλούμενες τότε «νέες ελευθερίες».
Τέλος, από ιστορικής πλευράς, σημειώνουμε ότι ο Χάγιεκ ξεκίνησε να γράφει τον «Δρόμο προς την Δουλεία» τον Σεπτέμβριο 1940 και το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε με χίλια βάσανα στην Αγγλία στις 10 Μαρτίου 1944. Αυτή η πρώτη έκδοση στην Αγγλία πουλήθηκε σε μόλις 10.000 αντίτυπα σε 16 μήνες, πλην όμως προκάλεσε κάποιες συζητήσεις. Επίσης, πολύ δύσκολα το βιβλίο εκδόθηκε στην Νέα Υόρκη και στο Σικάγο σε 2.000 αντίτυπα. Όλα άλλαξαν, όμως, όταν τον Απρίλιο του 1945 το περιοδικό Reader’s Digest δημοσίευσε μία σύνοψη του βιβλίου, με αποτέλεσμα περισσότερα από 600.000 αντίτυπα της σύνοψης αυτής να διανεμηθούν από το Book of the Month Club. Σήμερα, σύμφωνα με τον γυιο του Χάγιεκ, Λώρενς, ο «Δρόμος προς την Δουλεία» (που έχει μεταφρασθεί σε 20 γλώσσες) επισήμως πρέπει να έχει πουλήσει πάνω από 2,5 εκατομμύρια βιβλία και άλλα τόσα σε ανεπίσημες μεταφράσεις στα ρωσικά, στα πολωνικά και στα τσέχικα. Στην Ελλάδα, το ΚΠΕΕ είχε εκδώσει 1.500 αντίτυπα, τα οποία στην ουσία μοιράστηκαν σε μέλη του και σε χορηγούς του.
Όσο για το υπόλοιπο έργο του Χάγιεκ, όπως βέβαια και του Μίζες, είναι τελείως άγνωστο στην χώρα μας –στην οποία, το να είναι κανείς φιλελεύθερος μάλλον θεωρείται πρόκληση για τους …fast gun της «προόδου».