του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τα νούμερα είναι εκπληκτικά και οι αλήθειες που κρύβονται πίσω από αυτά εκκωφαντικές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στο σύνολό της, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, ο Καναδάς και η Αυστραλία –δηλαδή, οι χώρες που σχηματίζουν σε παγκόσμιο επίπεδο το δυτικό πλέγμα– έχουν σήμερα συνολικό δημόσιο χρέος 60 τρισεκατομμύρια δολλάρια, ποσό που πλησιάζει το 100% του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος τους. Και αν δεν γίνουν γενναίες προσπάθειες καταπολέμησης της τάσης αυτής, το 2020 το ποσοστό θα έχει πάει στο 120% του ΑΕΠ, με την Ιαπωνία να κατέχει τα σκήπτρα (300%).
Στην ΕΕ, για να αποκατασταθεί ένα επίπεδο λογικού χρέους, που θα προσεγγίζει το 60% του ΑΕΠ, θα πρέπει τα προσεχή 30 με 35 χρόνια να μετατραπεί το σημερινό διαρθρωτικό έλλειμμα, που βρίσκεται στο επίπεδο του 3,5%, σε διαρθρωτικό πλεόνασμα 4% μέχρι το 2020 και να διατηρηθεί έτσι έως το 2030. Μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 8% του ΑΕΠ, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο από πολιτικής πλευράς.
Γιατί, όμως, συμβαίνουν όλα αυτά και ποιες είναι οι πιθανές εξελίξεις που μπορούν να σημειωθούν στην διεθνή οικονομική πραγματικότητα;
Τους τελευταίους μήνες πρέπει να έχω καταρρίψει κάθε ρεκόρ αναγνώσεως βιβλίων σχετικών με την αποκαλούμενη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση –η οποία πρέπει να ομολογήσω ότι, ως τέτοια, έχει πολύ περίεργα χαρακτηριστικά. Διάβασα κυρίως βιβλία «προοδευτικών» οικονομολόγων, καθηγητών και ειδικών, οι οποίοι κατακεραυνώνουν τον καπιταλισμό, χωρίς όμως να αντιπροτείνουν κάποια άλλη λύση. Απλώς κατηγορούν το σημερινό οικονομικό σύστημα για νεοφιλελευθερισμό, απληστία, αρπαγή, σκληρότητα, λιτότητα και πολλά άλλα παρόμοια –αλλά περί του «δια ταύτα» ουδείς λόγος. Αυτό είναι ένα από τα σημεία που με παραξένεψαν και με έβαλαν σε πολύ βαθειές σκέψεις.
Διαβάζοντας τις αναλύσεις σοσιαλιστών οικονομολόγων, βραβευμένων επίσης με Νόμπελ Οικονομίας, όπως οι καθηγητές Πωλ Κρούγκμαν και Τζότζεφ Στίγκλιτς, διαπίστωσα ότι, τελικά, η κρίση που βιώνει σήμερα ο δυτικός κόσμος, και κυρίως το ευρωπαϊκό κομμάτι του, κάθε άλλο παρά κρίση του καπιταλισμού είναι. Πρόκειται, από κάθε άποψη, για βαθύτατη κρίση της σοσιαλιστικής διαχειρίσεως της οικονομίας –η οποία όχι μόνον δεν έχει τέλος, αλλά συνεχώς θα επαναλαμβάνεται για τους ίδιους ακριβώς λόγους που την δημιούργησαν.
Όπως, πολύ σωστά, επισημαίνει ο Καναδός καθηγητής και φιλελεύθερος οικονομολόγος Πιερ Λεμιέ, η σημερινή κρίση κρύβει αυτήν που έρχεται και έπεται συνέχεια. Ο καπιταλισμός, πιστεύει ο Π. Λεμιέ –ο οποίος στην χώρα του θεωρείται και μέγας θεωρητικός του αναρχο-φιλελευθερισμού– είναι ένα σύστημα που συνεχώς μεταλλάσσεται. Κατά συνέπεια, αυτοί που εκπλήσσονται για τις διαδοχικές κρίσεις του θα πρέπει να δείχνουν την ίδια έκπληξη για μία ρόδα που γυρίζει. Έτσι, μετά από κάθε κρίση του, το σύστημα βγαίνει ενισχυμένο και αυτό είναι που ανησυχεί τους αντιπάλους του. Κάθε φορά που το σύστημα βρίσκεται σε κρίση μεταλλαγής, οι αντίπαλοί του μεγαλώνουν την κρατική παρέμβαση, γεγονός που νοθεύει τα στοιχεία της μεταλλάξεως και άρα ακυρώνει τις περισσότερες θετικές πλευρές της.
Στο πλαίσιο της θεωρήσεως αυτής, ο σοσιαλιστής Γάλλος οικονομολόγος και σύμβουλος του προέδρου Φρ. Μιττεράν, Ζακ Ατταλί, στο βιβλίο του «Παγκόσμια Κατάρρευση σε 10 Χρόνια; Δημόσιο χρέος: η τελευταία ευκαιρία» (εκδ. Παπαδόπουλου), επισημαίνει ότι η Δύση πνίγεται από τα δημόσια χρέη της και γράφει τα εξής αποκαλυπτικά για όσους καταλαβαίνουν: «Σε κάθε περίοδο δημιουργείται ο ίδιος φαύλος κύκλος: οι δημόσιες ανάγκες ωθούν το κράτος να δημιουργήσει χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία εν συνεχεία θα επιτρέψουν στον ιδιωτικό τομέα να χρεωθεί περαιτέρω για δικό του λογαριασμό. Δημιουργείται έτσι μία φούσκα (με την αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων –χρηματοπιστωτικών, ακινήτων ή άλλων), το σκάσιμο της οποίας υποχρεώνει τον ασκούντα την εξουσία να επιβαρυνθεί περαιτέρω με χρέη και εν συνεχεία να απαλλαγεί από τους πιστωτές του είτε μέσω νέων φόρων, είτε καθυστερώντας την αποπληρωμή των χρεών του, ή ακόμα και αθετώντας την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Αρκεί οι πιστωτές να μην επιδιώξουν την εξόντωσή του».
Εξηγώντας δε τις ανακατατάξεις που επέφεραν στην διεθνή οικονομία οι διαδοχικές αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και την τεράστια ρευστότητα που προέκυψε από τους ωκεανούς των πετροδολλαρίων, ο Ζακ Ατταλί επισημαίνει: «Από την δεκαετία του 1980, οι μισθοί μένουν στάσιμοι, οι δημόσιες ανάγκες αυξάνονται, γεγονός που ωθεί όλα τα κράτη να αυξήσουν ραγδαία την αναλογία των δημοσίων εσόδων και δαπανών ως προς το εθνικό εισόδημα και να δανειστούν από τους αποταμιευτές ολόκληρου του κόσμου. Από τα χρεοστάσια στον πληθωρισμό, από τα προγράμματα λιτότητας στην επανάσταση, τα φτωχότερα κράτη στενάζουν κάτω από την πίεση των πιστωτών. Από την άλλη πλευρά, τα πλουσιότερα δημιουργούν νέα χρηματοδοτικά μέσα, απορρυθμίζουν τις αγορές και προσελκύουν όλους τους δανειστές. Και έπειτα, έρχονται τα πάνω κάτω: το 2007, ανακαλύπτουμε ότι το μέρος του κόσμου που εθεωρείτο πλούσιο είναι χρεωμένο προς το μέρος εκείνο που εθεωρείτο φτωχό. Όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, το σκάσιμο μιας νέας φούσκας περιουσιακών στοιχείων πυροδοτεί μία νέα τραπεζική κρίση και ύφεση οι οποίες γρήγορα μεταφέρονται στους φορολογούμενους. Σε όλες έτσι τις δυτικές χώρες το δημόσιο χρέος λαμβάνει διαστάσεις άγνωστες μέχρι πρότινος, εξαιρουμένων των περιόδων πολέμων».
Για να ξεφύγουν από αυτή την παγίδα, ο Τζότζεφ Στίγκλιτς αναγνωρίζει ότι οι δυτικές χώρες, κατά κύριο λόγο, μέσω της απορρυθμίσεως των αγορών, προχώρησαν σε οικονομική μεγέθυνση που βασιζόταν σε βουνά χρέους και άρα είχε σαθρά θεμέλια. Αυτά δε τα τελευταία γίνονταν περισσότερο σαθρά σε οικονομίες με χαμηλή παραγωγική βάση και υψηλούς ρυθμούς καταναλώσεως, που μόνον ζημιές προκαλούσαν στο ισοζύγιο πληρωμών τους. Μία οικονομία αυτού του είδους είναι και η ελληνική, με προοπτική, στην παρούσα φάση της «αυτοκρατορίας του χρέους», να μπορέσει δύσκολα να βγει από την κρίση της χωρίς γενναίες μεταρρυθμίσεις.
Η νέα εποχή οικονομικών και πιστωτικών επεκτάσεων και ποσοτικών χαλαρώσεων, με την κατάργηση του τόκου καταθέσεων και την τιμωρία της αποταμιεύσεως, δημιουργεί νέα ήθη τα οποία καμμίαν απολύτως σχέση έχουν με τον παραδοσιακό καπιταλισμό και την φιλελεύθερη οικονομική αντίληψη. Ένας εντυπωσιακός κεϋνσιανισμός κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο –τον οποίο οι οπαδοί του αποκαλούν «νεοφιλελευθερισμό» ακριβώς για να μπορούν να παραπλανούν τους αφελείς και να τούς έχουν υποτελείς στην ιδεολογία του.
Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, η επίπλαστη ευμάρεια που γνώρισαν σήμερα καταρρέει, ενώ αισθητές γίνονται και οι αναπόφευκτες οδύνες προσαρμογής στις συνθήκες που υπαγορεύουν οι περιορισμοί της «οικονομίας του χρέους».
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, η φύση αυτής της ευμάρειας στην Ελλάδα κάνει κοινωνικά επικίνδυνη την αποστέρησή της, ιδιαιτέρως δε στις κατηγορίες αυτές που διαθέτουν πενιχρή κοινωνική ωριμότητα. Επιπροσθέτως, η ψυχολογική επίδραση ενός αδίστακτου δεκαρολόγου κιτρινισμού και η εμμονή σε αχαλίνωτη δημαγωγία από πολλές πλευρές συντελούν στο να έχει μείνει ο κόσμος απροετοίμαστος ψυχολογικά για μια μακρά περίοδο οικονομικών δυσκολιών και αβεβαιοτήτων.
Αυτές δε οι αβεβαιότητες και οι δυσκολίες θα διαιωνίζονται όσο οι εσωτερικές δυνάμεις του ζόφου και της παρακμής θα συνεχίζουν αδιάκοπα να υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια σε μία κοινωνία που, πεισματικά, σε υψηλό βαθμό, αρνείται την πραγματικότητα. Κάποτε, έτσι, η οικονομία του χρέους θα γίνει η αιτία θανάτου, εκτός και αν κάποιοι αφυπνισθούν εγκαίρως –και όχι μόνον στην Ελλάδα, που βρίσκεται στην χειρότερη μοίρα από όλους τους άλλους.