του
Αθανασίου Θεοδωράκη *
Η πορεία της Ευρώπης είναι σήμερα αβέβαιη. Η παγκοσμιοποίηση, στην οποία και η ίδια συνέβαλε, καθοδηγείται από κερδοσκοπικά κεφάλαια και εξελίσσεται υπέρ των αναδυομένων οικονομιών, ενώ η οικονομική κρίση οδηγεί στην καταστροφή του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Τόσο για εξωτερικούς όσο και για εσωτερικούς λόγους (ατελής ΟΝΕ, εμμονή στην πολιτική λιτότητας, ανεργία, ανεξέλεγκτη μετανάστευση, πολιτική αναταραχή, ασύμμετρη ανάπτυξη, κ.ο.κ.), η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μπήκε σε μία δύσκολη φάση της ιστορίας της. Ενόψει των ευρωεκλογών του 2014, ο δημόσιος διάλογος θα πρέπει να δώσει απαντήσεις και λύσεις σε μια σειρά ζητημάτων, όπως:
*Το οικονομικό μοντέλο ζητά αναθεώρηση, η λογική του άκρατου εσωτερικού ανταγωνισμού οδηγεί στον περιορισμό του κράτους πρόνοιας, στην μαζική ανεργία, στην διάλυση της μεσαίας τάξης. Ο κίνδυνος της κοινωνικής έκρηξης και της ανόδου εξτρεμιστικών δυνάμεων είναι υπαρκτός, παρά τις διαφοροποιήσεις κατά χώρα.
*Το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις. Η υπάρχουσα θεσμική συγκρότηση δεν είναι πλέον αποτελεσματική, ο διάλογος μεταξύ των οργάνων και των κρατών μελών είναι δύσκολος και, κυρίως, οι αποφάσεις λαμβάνονται μακριά από τον πολίτη, μακριά από την κοινωνία. Δεν πρόκειται μόνον για το γνωστό «δημοκρατικό έλλειμμα», οι όροι του παιχνιδιού χρειάζονται επανεξέταση.
*Ο κοινοτικός προϋπολογισμός δεν έχει την κρίσιμη δύναμη αναδιανομής για την κάλυψη των εσωτερικών ανισορροπιών, οι όροι εμπορίου και συναλλαγών στην ενιαία αγορά λειτουργούν υπέρ των ισχυρών οικονομιών με εξαγωγικό προσανατολισμό και οι αποκλίσεις μεταξύ Βορρά-Νότου αυξάνονται.
*Τα σχέδια για τραπεζική ενοποίηση απαντούν σε ζητήματα ελέγχου του υπάρχοντος συστήματος και όχι μιας νέας, λειτουργικής αναδιοργάνωσης της ΕΕ. Ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών θεσμών και των τραπεζών χρήζει αναθεώρησης –με πρώτη την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που δεν υπόκειται σήμερα σε κανέναν ουσιαστικό δημοκρατικό έλεγχο.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, οι πολιτικές τάσεις είναι σαφείς: ευρωσκεπτικισμός, άνοδος των εθνικιστών αλλά και των νεοφασιστικών κινημάτων, τάσεις διάλυσης των κοινών πολιτικών, προσφυγή στις ιδιωτικοποιήσεις και στα Μνημόνια, μετεγκατάσταση επιχειρήσεων και κεφαλαίων σε χώρες που έχουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές εντός και εκτός ΕΕ. Πώς μπορεί να σκεφτεί κανείς μία αλλαγή του τοπίου;
Η ΕΕ χρειάζεται σήμερα μία ριζική αναθεώρηση τόσο της λειτουργίας, όσο και των στόχων της. Παραδόξως, χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη, αλλά χρειαζόμαστε μία άλλη Ευρώπη. Μία Ευρώπη που θα απαντά στις προκλήσεις της εποχής: μετανάστευση, δημογραφικό, επιχειρηματικότητα και πραγματική οικονομία, ανεργία, σύγκλιση των οικονομιών, νέα εργαλεία οικονομικής παρέμβασης, αναμόρφωση του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Και όλα αυτά σημαίνουν ανοιχτή συζήτηση γι αυτό που ηθελημένα ξεχάστηκε –την πολιτική ενοποίηση. Η οικονομική ενοποίηση, λειψή, έφτασε το αποκορύφωμά της και τώρα οπισθοχωρεί: η κρίση κατέδειξε ότι η ΕΕ δεν ήταν έτοιμη για δύσκολες αποφάσεις, δεν είχε τις κατάλληλες πολιτικές/εργαλεία και, κυρίως, δεν είχε την πολιτική βούληση. Νομίζει ότι κερδίζει χρόνο με την αδράνεια, με το βλέποντας και κάνοντας.
Αφού μία αλλαγή πλεύσης είναι σήμερα αναγκαία, τότε χρειάζεται ένας γνήσιος ευρω-ριζοσπαστισμός (euro-radicalisme) και η ευκαιρία των ευρωεκλογών είναι μοναδική. Τα κόμματα, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες, τα κράτη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, πρέπει να αρχίσουν έναν έντονο, ειλικρινή διάλογο πάνω στα ουσιαστικά θέματα. Δεν ενδιαφέρουν τα γνωστά άψυχα διαφημιστικά, τεχνοκρατικά και ανούσια σποτ. Οι πολίτες θέλουν διάλογο ουσίας, επιχειρήματα, προτάσεις, λύσεις. Τα κόμματα, παλιά ή νέα, σε εθνικό επίπεδο αλλά και στο πανευρωπαϊκό φόρουμ, πρέπει να αντιληφθούν και να εκφράσουν την νέα πραγματικότητα. Με την έννοια αυτή, ο ευρω-ριζοσπαστισμός, αν είναι αυθεντικός, ειλικρινής, θα είναι ανάχωμα στον ευρωσκεπτικισμό, στην ευρωαπαισιοδοξία, στην ευρωκρίση. Αρκεί να υπάρχει βούληση, πολιτική γενναιότητα, κοινοτική αλληλεγγύη και κοινωνική ευαισθησία.
Η αναγκαιότητα προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως απάντησης στην βαθειά και συστημική κρίση είναι πασιφανής –υπό τον όρο της πολιτικής ενοποίησης. Το ζήτημα σήμερα είναι να δημιουργηθεί μία άλλη Ευρώπη, αφού το υπάρχον οικοδόμημα δεν έχει απάντηση, δεν πείθει, δεν παράγει πλέον πολιτική. Εκφράζει μία κατάσταση πραγμάτων, ακολουθεί μία συγκεκριμένη αντίληψη, αλλά δεν έχει προοπτική. Το εύρος της οικονομικής κρίσης ανέδειξε την ανάγκη ουσιαστικής αλλαγής των ρόλων ανάμεσα στο κράτος και στις αγορές, ανάμεσα στην ίδια την ΕΕ και τα κράτη μέλη, στους θεσμούς και τις πολιτικές της. Η ΕΕ δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει ένα υπερκράτος –αντίθετα, πρέπει να προωθήσει μια νέα σύνδεση ανάμεσα στα κράτη-έθνη και το κοινοτικό οικοδόμημα. Μια λειτουργική ομοσπονδία όπου τα κράτη μέλη και οι πολίτες θα έχουν ουσιαστικό ρόλο.
Η οικονομική κρίση ανέδειξε επίσης και ένα νέο, πολιτικής φύσεως, ευρωπαϊκό έλλειμμα: η «κοινοτική μέθοδος» έχει εγκαταλειφθεί στην πράξη, οδηγούμαστε προς μία «μετα-κοινοτική» Ευρώπη, με λειτουργία πολλαπλών ταχυτήτων και την δημιουργία διαφορετικών κύκλων. Έχει όμως νόημα για τους πολίτες που βιώνουν την ανεργία, την ανασφάλεια, την απογοήτευση, να συνεχισθούν οι σημερινές πολιτικές; Δεν πρέπει να τεθούν στο νέο Ευρωκοινοβούλιο θέματα ουσίας, όπως είναι οι ισότιμοι όροι ανάπτυξης, η διασφάλιση πρόσβασης στα δημόσια αγαθά, οι κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής της λιτότητας και των Μνημονίων; Δεν πρέπει να συζητήσουμε επιτέλους για τον νέο ρόλο της ΕΚΤ;
Ενόψει των ευρωεκλογών του 2014, ας ανοίξει και εδώ ένας διάλογος ουσίας για το ποια Ευρώπη θέλουμε, ποια Ευρώπη προτείνουμε.
* Πολιτικός επιστήμων, πρώην Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής