του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πληθωρικός Ελβετός τραπεζίτης και όχι μόνον, ο Γιόζεφ Άκερμαν, επικεφαλής για μία δεκαετία της Ντώϋτσε Μπανκ, διατηρεί στα 65 χρόνια του εντυπωσιακή ζωτικότητα και πολλαπλές ηγετικές δραστηριότητες. Μέλος της περίφημης Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, όπως και ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ο Γ. Άκερμαν είναι σίγουρα ένας από τους ισχυρότερους ανθρώπους στον κόσμο. Και όταν ένα τέτοιο πρόσωπο, σε άτυπη συζήτησή του με Ευρωπαίους εκπροσώπους του οικονομικού τύπου, εκφράζει «μετρημένη αισιοδοξία» για την πορεία της ευρωζώνης, θα πρέπει τα λόγια και οι εκτιμήσεις του να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη και να μελετηθούν όπως πρέπει.
Κατά την άποψη του Ελβετού τραπεζίτη, η σημερινή κατάσταση που δημιούργησε η οξεία κρίση χρέους στις αναπτυγμένες χώρες μόνον σε συλλογικό επίπεδο μπορεί να αντιμετωπιστεί. Υπό αυτή την έννοια, τόνισε ο Γ.Άκερμαν στους δημοσιογράφους τους οποίους συνάντησε, μόνον μία ενωμένη Ευρώπη μπορεί να σταθεί επάξια και να παρέμβει στους διεθνείς οργανισμούς που αργά ή γρήγορα θα υιοθετήσουν και νέους διεθνείς κανόνες. «Μόνες τους οι χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, δεν έχουν καμμία δυνατότητα να σταθούν διαπραγματευτικά απέναντι στην Κίνα, στις ΗΠΑ και τις λοιπές μεγάλες αναδυόμενες χώρες όπως η Βραζιλία και η Ινδία», υπογράμμισε.
Από την άλλη πλευρά –πολύ ορθά, κατά την γνώμη μας– ο Ελβετός τραπεζίτης τονίζει ότι η ευρωπαϊκή κρίση χρέους κατέδειξε με σαφήνεια ότι οι οικονομικές εξελίξεις σε επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι καθόλου μόνον δική τους υπόθεση. Τα προβλήματά τους έχουν ευρύτερες επιπτώσεις και στους εταίρους τους, με αποτέλεσμα η νομισματική ένωση της ευρωζώνης κάθε άλλο παρά εθνική υπόθεση να είναι. «Απαιτείται μεγαλύτερη και πιο αρμονική συνεργασία στις εθνικές και δημοσιονομικές πολιτικές, με παράλληλη μεταφορά εθνικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Στο σημείο αυτό, ωστόσο, ο Γ. Άκερμαν αναγνωρίζει ότι σήμερα υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα το οποίο κάποιοι αξιοποιούν εις βάρος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά και για δικούς τους ιδιοτελείς λόγους. «Δυστυχώς, υπάρχουν κακόβουλοι Ευρωπαίοι που δεν καταλαβαίνουν, ή προσποιούνται κάτι παρόμοιο, ότι κάθε βήμα προς τα πίσω στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα κοστίσει πολύ πιο ακριβά από το οποιοδήποτε σημερινό κόστος, που είναι απαραίτητο για την διατήρηση της Ένωσης και του ενιαίου νομίσματός της», είπε.
Το πρόβλημα είναι ότι αρκετοί Ευρωπαίο ηγέτες συμμερίζονται τις απόψεις αυτές του Γιόζεφ Άκερμαν, πλην όμως, υπό το βάρος των πιέσεων που ασκούνται από τις κρίσεις χρέους και των τραπεζών, είναι απρόθυμοι να τις εφαρμόσουν με συγκεκριμένες αποφάσεις. Επόμενον είναι έτσι, με αφετηρία στην Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η ευρωζώνη να γνωρίζουν την μία κρίση μετά την άλλη, γεγονός που προκαλεί ρήγματα στην ευάλωτη ευρωπαϊκή συνοχή και, ακόμα χειρότερα, απομακρύνει τους πολίτες από το όραμα των «πατέρων» της Ευρώπης για μία ευημερούσα, ειρηνική, δημοκρατική και σε μεγάλο βαθμό ενωμένη Γηραιά Ήπειρο.
Στο πλαίσιο αυτό, με αφορμή τα αποτελέσματα των πρόσφατων ιταλικών εκλογών, την ίδρυση ενός γερμανικού αντι-ευρώ κόμματος και την τραγική ασυνέπεια εθνικών κυβερνήσεων (Κύπρος, Ουγγαρία), επανήλθαν στο προσκήνιο τα σενάρια για μιαν Ευρώπη δύο ταχυτήτων, πράγμα που στην ουσία θα σήμαινε και το τέλος της ΕΕ. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, όπως μάς έγινε γνωστό, παρά τις διαβεβαιώσεις του προέδρου Φρανσουά Ολάντ ότι η χώρα στηρίζει το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι κα το ενιαίο νόμισμα, το Κεντρικό Συμβούλιο Οικονομικών Αναλύσεων (CAE), που είναι και ειδικός σύμβουλος του εκάστοτε Γάλλου πρωθυπουργού, επεξεργάζεται και επικαιροποιεί συνεχώς σενάρια για μιαν Ευρώπη δύο ταχυτήτων. «Σχέδιο όπως αυτό που επεξεργαζόμαστε και το οποίο θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο «Β» μπορεί να αποτρέψει την κατάρρευση της ευρωζώνης», εξηγεί ο οικονομολόγος Ζαν-Πιερ Βεσπερινί, μέλος του CAE.
Το συγκεκριμένο Συμβούλιο, αλλά και άλλοι οικονομολόγοι εκτός Γαλλίας, εκτιμούν ότι στην ευρωζώνη πρέπει να υπάρξει ριζική αλλαγή της νομισματικής πολιτικής. «Η καλύτερη λύση για να σωθεί το ευρώ είναι να μετατραπούν από την ΕΚΤ σε ευρώ όλα τα χρέη των κυβερνήσεων, δηλαδή η ΕΚΤ να κόψει χρήμα και να αναλάβει την πληρωμή όλων των ομολόγων των εθνικών κυβερνήσεων που ωριμάζουν», εξηγεί ο Βεσπερινί. «Με τον τρόπο αυτόν θα μειωθεί δραστικά η ισοτιμία του ευρώ, με στόχο να ισορροπήσει γύρω από τα 1,15 δολλάρια, εξέλιξη που θα επέτρεπε την έξοδο από την κρίση», προσθέτει.
Ο συνάδελφός του, Αντουάν Μπρινέ, θεωρεί ότι δεν αρκεί μόνον η μείωση των επιτοκίων και η «ευρωποίηση» των κρατικών χρεών. «Απαιτούνται μαζικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, κατά το προ έτους επιτυχές παράδειγμα της Τράπεζας της Ελβετίας», εξηγεί.
Προσθέτει δε ότι, για να συμβούν όλα αυτά, προαπαιτείται μία ενιαία ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση που θα εξουσιοδοτήσει την ΕΚΤ να προχωρήσει σε μία παρόμοια στροφή 180 μοιρών σε ό,τι αφορά στην νομισματική της πολιτική. Η στροφή αυτή της νομισματικής πολιτικής θα τερματίσει αναμφίβολα την οικονομική και χρηματοοικονομική κρίση στην ζώνη του ευρώ, εκτιμούν οι ειδικοί του CAE.
Αλλά θα ανακύψει ένα άλλο θεμελιώδες ζήτημα που θα πρέπει να ρυθμιστεί: οι οικονομικές αποκλίσεις από χώρα σε χώρα της ευρωζώνης. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να μετατραπεί το ευρώ από «ενιαίο νόμισμα» σε «κοινό νόμισμα», δεδομένου ότι η υιοθέτηση ενός ενιαίου νομίσματος απαιτεί μία ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ ή της Γερμανίας, που θα διαθέτει μηχανισμούς μεταφοράς κεφαλαίων από το ένα ομόσπονδο κρατίδιο στο άλλο. Οι ερευνητές του CAE σημειώνουν ότι ανάλογη λύση θα έδινε και η έκδοση από την ΕΚΤ ευρωομολόγου –«μιας πρότασης στην οποία αντιτίθεται ως γνωστόν σθεναρά το Βερολίνο».
Κατά τον Αλαίν Γκραντζάν, «το ευρώ λειτουργεί σήμερα ως νόμισμα της Γερμανίας. Η στρατηγική αυτή δεν αποδίδει στους κόλπους της Ευρώπης. Η σύγκλιση της ανταγωνιστικότητας της Βόρειας Ρηνανίας και της Πελοποννήσου μέσω της μισθολογικής και δημοσιονομικής λιτότητας αποτελεί μια μέθοδο που αγγίζει τα όριά της. Για να αποκατασταθούν οι ισορροπίες μεταξύ των οικονομιών πρέπει οι χώρες αυτές να υιοθετήσουν νομίσματα διαφορετικής ισχύος. Κάτι που προϋποθέτει διάσπαση του ευρώ σε ευρώ του Βορρά και σε ευρώ του Νότου».
Στο πλαίσιο αυτό, οι οικονομολόγοι προτείνουν να περάσει η ευρωζώνη από το «ενιαίο» στο «κοινό νόμισμα» και για να αποτραπούν οι συστημικές επιπτώσεις της αλλαγής, θέλουν να υπάρξει ένα νέο σύστημα καθορισμού των επιτοκίων στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Με δεδομένες τις τεράστιες διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και των χωρών του Βορρά, θα πρέπει να υιοθετηθεί στο εσωτερικό της ευρωζώνης ένα σύστημα σταθερών πλην καθοριζόμενων ισοτιμιών μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό προϋποθέτει την επανεισαγωγή εθνικών νομισμάτων, ελεγχόμενων από την κάθε χώρα, και την παράλληλη κυκλοφορία ενός νομίσματος «εσωτερικού» και ενός νομίσματος «εξωτερικού». Δηλαδή, οι χώρες μέλη θα έχουν το εθνικό τους νόμισμα και ταυτόχρονα ένα κοινό νόμισμα (άλλο οι Βόρειες και άλλο οι Νότιες) που θα μοιάζει με την παλιά Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ECU). Θα μπορούν να καθορίζουν την ισοτιμία του εθνικού νομίσματός τους έναντι του «κοινού».
«Προφανώς, το κοινό νόμισμα δεν θα έχει καθημερινή χρήση αλλά θα επιτρέψει την προοδευτική επανεξισορρόπηση των οικονομιών χωρίς να αναγκαστούν οι εθνικές κυβερνήσεις να προχωρούν σε μαζικές υποτιμήσεις της νέας δραχμής, του νέου εσκούδου, της νέας πεσέτας, κλπ», αναφέρουν οι ειδικοί.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν, βεβαίως, από τις προτάσεις των ειδικών είναι πάμπολλα. Και μοιραία μένουν αναπάντητα, καθώς οι επιστήμονες του CAE δεν υπεισέρχονται σε τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν το εξωτερικό εμπόριο της «διπλής ευρωζώνης», τις συναλλαγματικές σχέσεις, την δυνατότητα υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων έναντι του ευρώ του Νότου καθώς και του ευρώ του Νότου έναντι του ευρώ του Βορρά… Άλλωστε, και οι ίδιοι αναγνωρίζουν σε πολλές αποστροφές του λόγου τους ότι υπάρχουν πολλά και κεντρικής σημασίας ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν και ζητήματα που θα πρέπει να ρυθμιστούν. «Το νέο διπλό νομισματικό σύστημα δεν θα λύσει ως δια μαγείας όλα τα προβλήματα», αναφέρουν. Εξάλλου, για να λειτουργήσει και να αποδώσει προϋποθέτει την πραγματοποίηση μαζικών επενδύσεων σε ολόκληρη την ζώνη του ευρώ –προϋπόθεση απαραίτητη και για την οικονομική σύγκλιση των κρατών μελών.
Όμως στο επίπεδο αυτό κάνει την εμφάνισή της η ευρωπαϊκή τραπεζική κρίση, η οποία και καταρρίπτει αρκετά από τα περί διπλής ευρωζώνης επιχειρήματα.
Κάτι παρόμοιο το απορρίπτει κατηγορηματικά και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος για την ώρα είναι και ο μόνος που έδειξε ότι μπορεί, όταν πρέπει, να λαμβάνει ... σοβαρές πολιτικές αποφάσεις.
Συνεπώς, τί μέλλει γενέσθαι; Κατά τη ταπεινή μας εκτίμηση, μάλλον θα δικαιωθεί ο Γιόζεφ Άκερμαν.
ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΗ Η ΔΙΠΛΗ ΕΥΡΩΖΩΝΗ;
Παρά τις εξαγγελίες για την τραπεζική ένωση της ευρωζώνης, τα επιτελεία των μεγάλων χωρών επεξεργάζονται και άλλα σενάρια
Από την άλλη πλευρά –πολύ ορθά, κατά την γνώμη μας– ο Ελβετός τραπεζίτης τονίζει ότι η ευρωπαϊκή κρίση χρέους κατέδειξε με σαφήνεια ότι οι οικονομικές εξελίξεις σε επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι καθόλου μόνον δική τους υπόθεση. Τα προβλήματά τους έχουν ευρύτερες επιπτώσεις και στους εταίρους τους, με αποτέλεσμα η νομισματική ένωση της ευρωζώνης κάθε άλλο παρά εθνική υπόθεση να είναι.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ Ξανασκεφτόμαστε την Ευρώπη
- Το 2019 είναι αύριο: Η δική μας “ατζέντα” πότε;
- Επιβεβαιώθηκε το EBR για την προεδρία Γιούνκερ
- Η ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
- ΓΚΥ ΒΕΡΧΟΦΣΤΑΝΤ: ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΗ, ΠΑΜΕ ΟΛΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ
- ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ