του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η ιστορία που ακολουθεί είναι πέρα για πέρα αληθινή και πολλαπλώς αποκαλυπτική. Ο Αχμέτ Μπ. είναι φίλος και εκλεκτός συνάδελφος που κατάγεται από το Μαρόκο αλλά έχει γεννηθεί στο Βέλγιο, στις Βρυξέλλες, όπου διδάσκει δημοσιογραφία σε αναγνωρισμένη ημικρατική σχολή. Πριν λίγους μήνες, έκπληκτος πληροφορήθηκε ότι ένας ανιψιός του, 18 ετών, είχε εγκαταλείψει το σπίτι του για να πάει στην Συρία, μαζί με τρεις άλλους συνομηλίκους του, οι οποίοι θα αναλάμβαναν ειδικά καθήκοντα στους κόλπους των τζιχαντιστών.
Η όλη ιστορία απασχόλησε για αρκετές ημέρες την κοινή γνώμη και πολλές υπήρξαν οι αναφορές στα βελγικά μέσα μαζικής επικοινωνίας για τα αίτια που οδηγούν νέους ανθρώπους να ασπάζονται και να υποτάσσονται στην βία μίας θρησκείας μίσους, σφαγής και ύπουλης τρομοκρατικής συμπεριφοράς. Ως συνήθως δε, αρκετές αναλύσεις «προοδευτικού» περιεχομένου απέδιδαν το νέο φαινόμενο στην καρδιά δυτικών χωρών στην κοινωνική κρίση και στα γνωστά δακρύβρεκτα παρόμοια –που ενοχοποιούν τα πιθανά θύματα εγκληματιών και όχι τους εγκληματίες.
Πίσω, όμως, από την δακρύβρεκτη θεωρητική προσέγγιση της ανόδου της εγκληματικότητας των νέων που προέρχονται από οικογένειες μουσουλμάνων μεταναστών, υπάρχει και η πραγματικότητα. Αυτή που τα ΜΜΕ αποφεύγουν επιμελέστατα να καταγράψουν. Ποια είναι αυτή η πραγματικότητα;
Ο νεαρός δεκαοκτάχρονος που αποφάσισε να ενταχθεί στους τζιχαντιστές και να πάει στην Συρία άκουγε από πολύ μικρό παιδί στην οικογένειά του κηρύγματα μίσους κατά του Ισραήλ και των Εβραίων γενικά. Παράλληλα, ο εργαζόμενους στους βελγικούς σιδηροδρόμους συνδικαλιστής πατέρας του δεν έπαυε να εξηγεί στον γυιό του πόσο «κακό πράγμα» είναι ο καπιταλισμός –ένας καπιταλισμός από τον οποίον ο «μπαμπάς» εισέπραττε 61.250 ευρώ ετησίως, όταν στο Μαρόκο ο μέσος μισθός είναι τρεις και πλέον φορές κατώτερος.
Στην βάση αυτής της «αγωγής», ο σημερινός τζιχαντιστής εντάχθηκε πριν τέσσερα χρόνια σε μία ομάδα νεαρών διακινητών ναρκωτικών ουσιών, η οποία, πέρα από «ουσίες» στα βελγικά σχολεία, πωλούσε και ιδεολογία: ισλαμική. Επίσης, για να δείξει και «ιδεολογικό κύρος», η ομάδα αυτή το 2011 είχε ζητήσει από κάποια σχολεία συγκεκριμένης περιοχής των Βρυξελλών να απομακρυνθούν δάσκαλοι με εβραϊκό όνομα, να απαγορευθεί η αναφορά σε έργα των Όσκαρ Ουάϊλντ και Μαρσέλ Προυστ και να ακυρωθεί το χριστουγεννιάτικο δένδρο που κάθε χρόνο κοσμούσε την είσοδο του σχολείου όλο τον μήνα Δεκέμβριο. Το ίδιο «αίτημα» αφορούσε και τα χριστουγεννιάτικα δένδρα κεντρικής πλατείας των Βρυξελλών, συμπεριλαμβανομένης και της ιστορικής Grand Place.
Στα αιτήματα αυτά, ο σοσιαλιστής δήμαρχος της πόλεως, με σύζυγο μαροκινής καταγωγής, ανταποκρίθηκε χωρίς δεύτερη συζήτηση.
Έτσι, η ομάδα των νεαρών διακινητών ναρκωτικών ανέβασε το «κύρος» της και ενίσχυσε την βία της στα σχολεία, όπου οι χριστιανοί μαθητές τελούσαν υπό καθεστώς τρομοκρατίας. Ωστόσο, ήταν αδιανόητο να διαμαρτυρηθούν αυτοί και οι γονείς τους, γιατί κάτι τέτοιο εθεωρείτο αντιδημοκρατικό και ρατσιστικό. Κάποια στιγμή, όμως, ιδιαίτερα όταν οι συμπεριφορές αυτές έφεραν στην εξουσία στην Αμβέρσα εθνικιστή Φλαμανδό δήμαρχο, η βελγική αστυνομία άρχισε να ασχολείται πιο ενεργά με τις δραστηριότητες των νεαρών εμπόρων ναρκωτικών και ισλαμισμού.
Σήμερα, έχει στην διάθεσή της σημαντικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι ισλαμικές μαφίες προσλαμβάνουν πλέον, έναντι αδρών αμοιβών, νέους οι οποίοι μετά από την κατάλληλη πλύση εγκεφάλου αποστέλλονται στο μέτωπο του «ιερού πολέμου». Κατά πληροφορίες μας, αυτές οι «προσλήψεις» μαχητών συμπεριλαμβάνουν προκαταβολές 20.000 έως 30.000 ευρώ και μηνιαίες «αποδοχές» της τάξεως των 3.000 ευρώ –συν τις απαραίτητες δόσεις ναρκωτικών ουσιών, ώστε οι μαχητές να τελούν πάντα σε κατάσταση «εγρηγόρσεως».
Όσο για τις ισλαμικές μαφίες –έξι από τις οποίες λυμαίνονται την περιοχή μας (Αλβανία, Κόσσοβο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Τουρκία)– όπως αναφέρουν εκθέσεις της Ιντερπόλ και άλλων ευρωπαϊκών υπηρεσιών ασφαλείας, διαχειρίζονται σήμερα, μόνον στην Ευρώπη, χρήμα που φθάνει τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ. Στον τζίρο αυτόν, όμως, συμπεριλαμβάνονται και οι μαφίες της Τσετσενίας και των άλλων μουσουλμανικών χωρών που στο παρελθόν ήσαν μέρος της σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Είναι έτσι ξεκάθαρο ότι οι εγκληματικές ισλαμικές οργανώσεις έχουν ισχυρότατο οικονομικό υπόβαθρο, ελέγχουν πλέον μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας παραοικονομίας, εσχάτως δε έβαλαν χέρι στην Κεντρική Τράπεζα της Μοσούλης και στα πετρέλαια της βόρειας Συρίας. Επίσης, ο περίφημος Ισλαμικός Στρατός (ISIS), με το χρήμα που διαθέτει, «ευελπιστεί» να φθάσει τους 60.000 «μαχητές».
Πίσω δε από αυτήν την εγκληματική ισλαμική οργάνωση –που αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα για τις δημοκρατίες– κρύβονται απίστευτα πωρωμένοι και διεστραμμένοι εγκέφαλοι που, βεβαίως, καμμία σχέση δεν έχουν με θρησκείες και «κοινωνικά κινήματα». Αντιθέτως, πρόκειται για την χειρότερη εκδοχή του ανθρώπου-ζώου –μία κατηγορία που η Δύση και όχι μόνον θα πρέπει να αποφασίσουν πώς θα χειριστούν.
Ίσως δε αυτή να είναι η σοβαρότερη πρόκληση της εποχής μας